
Πορτοκαλόφλουδες στη σόμπα επάνω.
Ξεραίνονται και μοσχοβολά το σπίτι [...]

[...] πως στο σχολείο τους ήρθε κάποιος ντυμένος Άγιος Βασίλης, αλλά… στο σπίτι τους
Είχε έρθει ο αληθινός!

[...] Τυλίχτηκε και ξετυλίχτηκε μιαν αγκαλιά στα χέρια της… “δώρο (Θεού) ένας χρόνος ακόμα μαζί σου!” είπε.

[...] Σαν ερπετά καμωμένα με κείνα τα κεφάλια που όπου ρίξουν το βλέμμα ερημώνουν καθετί όμορφο βρίσκεται στις γειτονιές μου…
φίδια τυλιγμένα σε ανθρωπομορφισμού εικόνες [...]

[...] Ο Έρεβος μαζί με την αδερφή του Νυξ ερωτοτροπούσαν δίχως ενοχή. Έστρεψαν το βλέμμα τους στη Γαία,
στους δύο κοινούς θνητούς. Καθισμένοι στα σκαλοπάτια της αυλής [...]

[...] «Το βασικό είναι, όποτε χρειάζεσαι ανάσα, να γυρίζεις ανάσκελα και να ξεκουράζεσαι για λίγο, να παίρνεις τον χρόνο σου. Κι αυτό ισχύει για μέσα και για έξω από τη θάλασσα», είπε ξαφνικά και με σταθερή φωνή ο παππούς εκείνο το απόγευμα, κοιτάζοντας προς το ιστιοφόρο [...]

[...] Δυο πολυθρόνες μασίφ και στενές, θύματα του βάρους που ξεκουράζει πάνω τις
λάθος επιλογές του. Το βάρος που καταπίνεται στα βελούδινα μαξιλάρια, τα βουλιάζει και
στραβώνει τα μασίφ πόδια προς τα έξω.
Ημίφως [...]

[...] Και ποτέ δεν τσούγκρισαν δύο ποτήρια κόκκινο κρασί μπροστά από κάποιο τζάκι. Κι αφού δεν είχα εσένα, έκανα ό,τι καταλάβαινα, χωρίς στ' αλήθεια να καταλαβαίνω τι κάνω. Χωρίς να καταλαβαίνω γιατί έπρεπε χωρίς εσένα να ζήσω [...]

[...] Κανείς δεν μπορεί να ακούσει μια ψυχή αν δεν είναι σιωπηλός, κανείς δεν μπορεί να κάνει μια πεταλούδα να τον πλησιάσει αν δεν είναι ακίνητος.
Τα λόγια είναι άχρηστα πολλές φορές και αυτό το καταλαβαίνει κάθε φορά που έρχεται στο δάσος, γιατί νιώθει αποδοχή και δεν χρειάζεται να δίνει εξηγήσεις [...]

[...] Τα τρεμάμενα χέρια ζωγραφίζουν ενίοτε φιγούρες εκπάγλου καλλονής και άλλοτε μάζες
συμπυκνωμένες από ανομοιομορφία [...]

[...] Είμαστε εμείς. Κανείς δεν μας φτάνει τώρα [...]

[...] Για τα μεσημέρια του, τις στιγμές προτού μαγειρέψει, που στο ψυγείο και στα ντουλάπια της
κουζίνας τους υπήρχαν πια μόνο τα απολύτως απαραίτητα· όπως αγαπούσε να του λέει:
«μοναχά ό,τι χρειαζόμαστε, για τα υπόλοιπα έχουμε ο ένας τον άλλον» [...]

[...] Να 'ξερες πόσο θέλω να ρθω εκεί κοντά σου μόνο για να σ' ανασάνω [...]

Ήταν 20 Δεκεμβρίου. Η σύμβαση της Ελπίδας με το βιβλιοπωλείοέληξε. Ένα οκτάμηνο γεμάτο με προσδοκίες και αναμονές – έληξε – και ηΕλπίδα επέστρεψε στην ανεργία. Στην ανεργία που τη γνώριζε καλά. ΗΕλπίδα δεν πρόλαβε να γνωρίσει τη μητέρα της, την…

Πρόσωπα, χέρια, πόδια, αποτυπώματα, χνάρια, μυρωδιές. Όλα όσα έχουμε ξεχάσει. Ήαγνοούμε. Έχει σημασία; Αγνοώ σημαίνει επιλέγω να ξεχάσω.Το πρόσωπό μου, σε μια κάμερα αεροδρομίου. Το πρόσωπό μου. Σε έναν φάκελο αστυνομίας.Εγώ θέλω να βλέπω το πρόσωπό μου σε κορνίζες στο…

Ο Μίμης ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Πλάϊ του δυό, λεοπάρ, χειροπέδες κι ένα κουτάκι σοκολοτάκια.-Έτοιμος; Ανοίγοντας τις ομπρέλες για τη λήψη ο Μιχάλης.-Μισό, γυρίζοντας την σελίδα.-Πάλι αυτό; Τοποθετώντας τον τρίποδα μπρός απ’ τα πόδια του κρεβατιού. ο Φάνης παραδίπλα, έντεινετις ασκήσεις…

[...] Και σαν ταινία παλιά μας έφερε στο ίδιο σταυροδρόμι [...]

[...] Δυο βήματα ακόμα. Συνάντηση με φτερό αεροπλάνου –έτσι, για την ώθηση και τα
τελευταία ανθρώπινα [...]

[...] Την τέταρτη φορά που συνειδητοποίησα πόσο θνητή είμαι, ταξίδευα. Ο κόσμος
απλωνόταν από κάτω, ατελείωτη γη που έλαμπε στο απογευματινό φως [...]

[...] Διερωτώμαι, ποιο φορτίο της ζωής βαραίνει περισσότερο εντός μας;
Εκείνο του να συνυπάρχεις με τις επιλογές σου ή εκείνο του να συνυπάρχεις
συνειδητά ακόμη κι όταν δεν σε καλύπτουν πια; [...]

[...] Που λέτε... ένεκα τα έξοδα και οι υποχρεώσεις και τα δυο παιδιά, ανέχτηκα πολλά για εννιά χρόνια εκεί μέσα [...]

[...] Να τον ρωτήσω, πόσο κοστολογείται, ένα παιδικό όνειρο, πόσο κάνει ρε αδερφέ [...]

Ακούς ποτέ όσα σου λέω;
Ο ουρανός ζητάει πάντοτε περισσότερα απ’ όσα είμαστε ικανοί να δώσουμε [...]

[...] Δεν τους τις έδωσα ποτέ στα χέρια, από συστολή ίσως ή το φόβο της απόρριψης λόγω των λειψών δυνατοτήτων μου [...]

[...] Εκείνη έμεινε
εκεί να περιμένει μέχρι να έρθει το ασθενοφόρο…

[...] Όμως γιατρέ μου, δεν μου αρέσει η μυρωδιά των ανθρώπων και ακόμη χειρότερα η δικιά μου μυρωδιά [...]

[...] Διαβάζω, παρατηρώ, παίρνω συνέχεια γνώση, σκέφτομαι, μηχανεύομαι, δουλεύω όσο πρέπει να δουλέψω και ετοιμάζομαι να αλλάξω ζωή του λέω, γιατί αυτή δεν βγαίνει [...]

[...] Οι άνθρωποι. Λες και έχουν ανάγκη τον ήλιο. Αυτοί δεν χαμπαριάζουν από τέτοια [...]

[...] Με τον καιρό, η απόσταση ανάμεσα στους ντόπιους και τον κύριο Γιουτζήν μετατράπηκε σε χάσμα [...]

[...] Ως γνωστόν, ένας καλός αναρχικός δεν χρησιμοποιεί ποτέ τα όπλα του συστήματος. Ιδιαίτερα στον στρατό δεν θα χρησιμοποιήσει μέσον ούτε για άδεια ούτε για τηλέφωνο ούτε καν για να πάει στην τουαλέτα.
Αν πάει βέβαια στον στρατό, για να μη σκάσει ο πατέρας του [...]

[...] Ξημέρωνε πλέον και μια καινούργια δύσκολη υπόθεση άρχιζε και μέσα σε όλα αυτά του έκλεινε και το μάτι το παρελθόν [...]

[...] Αν ήταν εκεί θα τον αγκάλιαζε και θα του έλεγε πόσο τον αγαπάει [...]

[...] αν τον ρωτούσε κάποιος «γιατί την αγαπάς;» η απάντησή του πλέον θα ήταν «για εκείνο το χαμόγελο….».

[...] Ήρθε η στιγμή να πάρω την επόμενη ανάσα, και θυμήθηκα τη σημασία του ν’ αναπνέω. Αν με ρωτούσες εκείνη τη στιγμή γιατί δυσκολευόμουν να πάρω την επόμενη ανάσα, δεν θα μπορούσα να σου απαντήσω [...]

[...] Κάποιοι άνθρωποι έρχονται στη ζωή σου με τη δύναμη που θα δεις ένα αστέρι να πέφτει σε καθαρό ουρανό του Αυγούστου [...]

[...] Ο φιλος μας, βλέπετε, βρίσκει χρόνο κι αγάπη για όλους.

[...] Παρατηρούσε το πλοίο της γραμμής που ερχόταν κάθε δεύτερη μέρα ξεβράζοντας όλο και περισσότερο κόσμο στο λιμάνι, ξάπλωνε στην άμμο και κόμπαζε όταν όλοι-και κυρίως όλες-τον φώναζαν με τ’ όνομά του [...]

[...] Και κάπου, σε κάποια άλλη στιγμή, σε μια άλλη εποχή και ίσως σε κάποια άλλη χώρα, μια λευκή πάχνη με τη μυρωδιά της θάλασσας θα μεταφέρει την αγάπη του νεαρού άνδρα και του μικρού κοριτσιού για να μπορεί ο κόσμος να ανασαίνει ξανά και τ’ ασημένια φεγγάρια να ξεκουράζονται.

Από το συλλογικό εγχείρημα συγγραφής ιστοριών με θέμα “Δέκα Μέρες Ζωής” από διαφορετικούς συγγραφείς. « Το δέκα είναι ο πρώτος στρογγυλοπoιημένος αριθμός κι η μέρα η πρώτη ολοκληρωμένη μονάδα του .» I. Έχω δέκα μέρες να απαλλοτριωθώ. Λείπει μια γραμμή…

[...] Αν φοβάμαι κάτι, σκεπτόμενη τον χρόνο που έχει ξεκινήσει να μετρά αντίστροφα πια, είναι μήπως ο θάνατος μαζί μ' εμένα πάρει και τις αναμνήσεις μου [...]