|Άτιτλο| του Γιάννη Σιδεράκη

Μέσος Χρόνος Ανάγνωσης: 3 λεπτά
()

Και εκεί που είμαστε, μαζεμένα τα αλάνια με τα πενηνταράκια, σκάει ο γιός του φούρναρη…
Ψαρώσαμε, ανοίξαμε το στόμα και κοιτάζαμε… “Τι μηχανάρα!!!”…
Καλές βόλτες του είπαμε, ευχές του δώσαμε, την καβαλήσαμε, πιάσαμε το τιμόνι, την χαϊδέψαμε, κοιτάξαμε τα κοντέρια αλλά βαθιά μέσα μας, όλοι ζηλεύαμε θανάσιμα.
Κωλόπαιδα…
Δεν θέλαμε να πάθει κάτι, όχι βέβαια, αλλά δεν αντέχαμε να τον βλέπουμε να σουλατσάρει μπροστά μας κι εμείς με τα τσικρίκια, να χανόμαστε, να εξαφανιζόμαστε απο το τοπίο.
Να κάνει ένα μπαμ η μηχανή και να γεννήσει ρυζάκι, το ευχόμασταν απο μέσα μας οπωσδήποτε, όμως.
Πέρασε ο καιρός, πέρασαν δύο χρόνια και την είδα εκεί, έξω απο τον φούρνο, με ένα κίτρινο πωλείται κοτσαρισμένο πάνω της. Μπήκα μέσα και τον ρώτησα… “Ναι”, μου είπε, “Εξακόσια χιλιάρικα την δίνω, γιατί θα πάρω μεγάλη εφτάμ’ς”… “Να την πάρω μια βόλτα;”, τον ρώτησα και αυτός χωρίς να το σκεφτεί, μου πέταξε τα κλειδιά.
Την πήγα βόλτα στα στενά στην γειτονιά, στην ευθεία στον περιφερειακό την άνοιξα και όντως ήταν μηχανάρα, όπως την φανταζόμουν. Πολύ γκάζι, ατελείωτο μου είχε φανεί και μεγάλη, μπαμπάτσικη, σύγχρονη. Καθόμουν και η ντεποζιτάρα που ήταν ανάμεσα στα πόδια μου, η τιμονάρα και τα όργανα, έμοιαζαν πολύ… Πολύ… Πολύ πράμα ρε παιδάκι μου!
Σταμάτησα μπροστά στον φούρνο και τον είδα να είναι εκεί με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά στο στήθος. Ανήσυχος φαίνονταν, είχα αργήσει και το κατάλαβα απο την φάτσα του, πως με κοίταζε.
“Τι; θα την πάρεις; Σου άρεσε;”, μου είπε…. “Θα κόψεις κάτι του απαντάω” και αφού πήρε ένα ύφος, έκανε γκριμάτσες, είπε και έκανε κινήσεις, λες και τον είχαν πυροβολήσει με 8άρια φυσίγγια στον πισινό και υπέφερε, μου απάντησε ότι θα μου κόψει 20 χιλιάρικα…. Εγώ εντωμεταξύ, ούτε αυτά που μου έκοψε δεν είχα, όχι να την αγοράσω, αλλά, ε! έπρεπε να ρωτήσω… Έτσι ήταν η προβλεπόμενη διαδικασία, έπρεπε…
Μετά απο λίγο έφυγε, χάθηκε προς άγνωστη κατεύθυνση. Κάποια παιδιά που ήξεραν, έλεγαν ότι την είχε πάρει ένας συνομήλικός μας απο Αγρίνιο, που είχε έρθει με τον πατέρα του και την φόρτωσαν σε ένα αγροτικό…. “Ρε τον κωλόφαρδο”, σκεφτόμασταν και όλο κατσαβιδιάζαμε, με μανία τα πενηνταράκια μας, να πάρουν χιλιόμετρα, κάνοντας τους περισσότερο κακό, παρά καλό.
Ξαναείδα μια προχθές, όπως πέρναγα με το μηχανάκι, σε κάτι σοκάκια, πάνω στον λόφο, μέσα σε μια πυλωτή, ακουμπισμένη στον τοίχο.
Ήταν σε κακό χάλι, ταλαίπωρη και μέσα στην σκόνη, στην βρωμιά και στις αράχνες…. Το σκέφτηκα, πήγα να χτυπήσω κανένα κουδούνι απο την πολυκατοικία να ρωτήσω, αλλά έκανα πίσω.
Την ξανακοίταξα…. Μικρή, πολύ μικρή μου φάνηκε και ατσούμπαλη. Παλιακιά ναι , αλλά όχι και τόσο ταυτόχρονα, απλά παλιά.
Τις έριξα μια καλύτερη ματιά, έσκυψα στα γόνατα, την κοίταξα με προσοχή γύρω γύρω και μετρούσα πενηντάρικα, πολλά πενηντάρικα.
Ήρθε ένας τύπος απο πίσω χωρίς να τον καταλάβω, καλά -καλά. “Την δίνω”, μου λέει…. “Πόσο;” απάντησα… “Ένα χιλιάρικο”, είπε και μόλις είδε την αντίδραση μου συνέχισε, “ξέρεις τι εργαλείο είναι αυτό; Λυσσάει, άσε που είναι και συλλεχτικιά!”…
Τον ευχαρίστησα, χαιρέτισα και γύρισα την πλάτη να φύγω…. “Εφτά κατοστάρικα!”, είπε…. Γύρισα τον κοίταξα, τον ευχαρίστησα πάλι, του είπα ότι δεν ενδιαφέρομαι και γύρισα πάλι την πλάτη να φύγω….
“Τι είσαι εσύ ρε; Τι είσαι; αμάν”, είπε και συμπλήρωσε, “τέσσερα κατοστάρικα, πάρτη, δε γαμιέται τέσσερα, να φύγει απο εδώ!”…

Τώρα είμαι στο γκαράζ, σε ένα σκαμνάκι. Αυτή μπροστά μου, καθαρή απο τα πρώτα περιττά και τον χρόνο της εγκατάλειψης, αλλά βουβή, με όλα τα προβλήματα, όλες τις αμαρτίες της ανθρωπότητας, να μοιάζουν να έχουν σκαρφαλώσει στην σέλα της, πάνω της και μέσα της.
Την κοιτάω και μετράω πενηντάρικα, που τα έχω, αλλά τα χρειάζομαι, για το ρεύμα, τα φροντιστήρια, το δάνειο, το σουπερμάρκερ, το καζανάκι που τρύπησε, τα αθλητικά παπούτσια του μικρού και όλα αυτά, που μας έχουν κάψει τον εγκέφαλο. Όλα αυτά, που η ενήλικη ζωή και η ωριμότητα, μας φίλεψε απλόχερα.
Την κοιτάω, μετράω πενηντάρικα, που στην πραγματικότητα δεν έχω, αλλά ταυτόχρονά χαμογελάω…. Θα την φτιάξω ρε! Ας πάρει και 10 χρόνια θα την φτιάξω και ως τότε θα κάθομαι, θα την καθαρίζω, θα την χαϊδεύω, θα ανεβαίνω στην σέλλα και θα κάνω ότι γκαζώνω… Θα ονειρεύομαι.

Μέχρι τότε…
Ψάχνω κάποιον γνώστη για να τον ρωτήσω, αν αξίζει να την φτιάξω, λογιστικά μιλώντας.
Να τον ρωτήσω, πόσο κοστολογείται, ένα παιδικό όνειρο, πόσο κάνει ρε αδερφέ…

Υγ- Η ιστορία είναι φανταστική, αλλά είμαι σίγουρος ότι είναι και αληθινή. Τα πρόσωπα και τα μεκανάκια, που πρωταγωνιστούν δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα… Ή μήπως έχουν!

Σου άρεσε;

Κλίκαρε πάνω σε ένα αστέρι για να βαθμολογήσεις.

Μέση βαθμολογία / 5. Αριθμός ψήφων:

Καμία ψήφος μέχρι στιγμής! Γίνε ο πρώτος που θα βαθμολογήσει αυτήν την ανάρτηση.

Λυπούμαστε που αυτή η ανάρτηση δεν ήταν ενδιαφέρουσα για σένα!

Ας βελτιώσουμε αυτήν την ανάρτηση!

Πες μας πώς μπορούμε να βελτιώσουμε αυτήν την ανάρτηση;

Share your love