|Το λαχείο| της Χρύσας Καρδαρά

Μέσος Χρόνος Ανάγνωσης: 4 λεπτά
()

Ήταν 20 Δεκεμβρίου. Η σύμβαση της Ελπίδας με το βιβλιοπωλείο
έληξε. Ένα οκτάμηνο γεμάτο με προσδοκίες και αναμονές – έληξε – και η
Ελπίδα επέστρεψε στην ανεργία. Στην ανεργία που τη γνώριζε καλά. Η
Ελπίδα δεν πρόλαβε να γνωρίσει τη μητέρα της, την έχασε όταν ήταν
ακόμα δύο ετών. Αλλά και ο πατέρας της, της έλειπε τώρα που
πλησίαζαν τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά αφού και εκείνος την
άφησε για το μεγάλο ταξίδι όταν ήταν ακόμα έφηβη και φοιτούσε στο
λύκειο. Έμεινε για κάποια χρόνια με τη γιαγιά της, από την οποία είχε
πάρει και το όνομα της και δοκίμαζε την τύχη της με δουλειές του
ποδαριού. Δεν είχε ξεπληρώσει ακόμα το δάνειο που είχε πάρει ο
πατέρας της για το σπίτι που ζούσαν, πριν ακόμα πεθάνει. Οι δόσεις
έτρεχαν και κινδύνευε να της πάρουν το σπίτι.
Γύρισε στο σπίτι γεμάτη απελπισία. Πολλές σκέψεις περνούσαν
από το μυαλό της. Δεν θα ήταν εύκολες αυτές οι γιορτές. Η ορφανή
Ελπίδα ένιωθε φύλλο που το παρασέρνει ο δυνατός άνεμος. Κοίταξε το
χριστουγεννιάτικο δέντρο που είχε στολίσει και έκανε μια ευχή. Αλλά
δεν ένιωθε χαρούμενη εκείνα τα Χριστούγεννα. Κοίταξε τις φωτογραφίες
των γονιών της και ένα δάκρυ κύλησε. Έκλαψε πολύ εκείνο το βράδυ
σαν το δέντρο που κλαίει γιατί του έχουν κόψει τις ρίζες και τα κλαδιά.
Σίγουρα κάποιοι φίλοι θα την καλούσαν για το χριστουγεννιάτικο ή
πρωτοχρονιάτικο τραπέζι. Οι φίλοι της δεν την άφηναν ποτέ στις γιορτές
ολομόναχη. Και τι θα αλλάξει φέτος; Αναρωτήθηκε. Τι θα αλλάξει αυτά
τα Χριστούγεννα με τις ατέλειωτες ελαφριές συζητήσεις, τα
καλαμπούρια, τα ανέκδοτα των φίλων της ή το μάταιο κουράγιο που
έπαιρνε από τα λόγια των άλλων; Η Ελπίδα σκούπισε τα δάκρυα της.
Ξάπλωσε ανάσκελα στο κρεβάτι της και είδε τη ζωή της να περνάει από
μπροστά της. Μέχρι πριν λίγες μέρες ήταν αυτάρκης. Μέσα στην
προσωρινή ψευδαίσθηση της αυτάρκειας, δεν είχε ασχοληθεί με τα
προβλήματα της. Αλλά τώρα; Τι θα ακολουθούσε; Σε αυτή τη δύσκολη
ώρα, είδε να περνάνε από μπροστά της όλοι αυτοί που την έβλαψαν. Είδε
να κάνουν παρέλαση μέσα στο μυαλό της όλοι αυτοί οι άνθρωποι, οι
κοντινοί της άνθρωποι που τους έδωσε αγάπη και εμπιστοσύνη και αυτοί
την πρόδωσαν. Αλλά η Ελπίδα ένιωσε πως εκείνα τα Χριστούγεννα
έπρεπε κάτι να αλλάξει. Δεν πήγαινε άλλο. Εκείνα τα Χριστούγεννα
έπρεπε να ανοίξει την καρδιά της στις αλλαγές και τα θαύματα.

Σήκωσε τα μάτια της στο ταβάνι και είπε ένα μεγάλο «Δεν
πειράζει» για όλους αυτούς που μέχρι τώρα μισούσε. Εκείνη τη νύχτα
τους συγχώρεσε όλους έναν έναν και ευχήθηκε τούτες οι γιορτές να
στείλουν φως σε όλους τους ανθρώπους να καταλάβουν τα λάθη τους
αλλά και τα χαρίσματα τους. Η Ελπίδα σταμάτησε να κρατάει κακία και
με ένα μεγάλο «Δεν πειράζει» έφυγε ένα βάρος από μέσα της σαν βουνό
ολόκληρο. Πτερώθηκε η ψυχή της και ένιωθε να πετάει στον ουρανό
ανακουφισμένη πάνω από τις κακίες, τους εγωισμούς, τα πάθη της, τη
μοναξιά και τα βάσανα.
Και πέρασαν οι μέρες και ήρθε η παραμονή Χριστουγέννων. Το
κορίτσι τριγυρνούσε μόνη στο κέντρο της πόλης. Έκανε μια μοναχική
χριστουγεννιάτικη βόλτα για να τα πει ειλικρινά με τον εαυτό της και να
σκεφτεί λύσεις για το πώς να βρει το δρόμο της. Περνούσε ανάμεσα στις
πολύχρωμες βιτρίνες που ήταν στολισμένες με μεγάλες ασημένιες και
κόκκινες μπάλες. Χρωματιστά φώτα τύλιγαν τους μεγάλους δρόμους
απ΄ακρη σ΄άκρη. Και η Ελπίδα ένιωθε η ίδια μια σκιά, μια θλιβερή σκιά
πίσω από το λαμπερό στολισμό των γιορτών. Μόνη ανάμεσα σε τόσους
ανθρώπους. Έσφιξε το παλτό της και είπε να γυρίσει πίσω στο σπίτι αφού
η βόλτα στη στολισμένη πλατεία, την πονούσε περισσότερο τελικά. Πιο
δίπλα έπαιζαν κάποια μικρά παιδάκια αμέριμνα αφού η στολισμένη
πλατεία ήταν ευκαιρία για αυτά να ξεφαντώσουν. Ανάμεσα στην ομάδα
των παιδιών, ένα μικρό ξανθό παιδάκι είχε σταματήσει να παίζει και
χάζευε την Ελπίδα από μακριά. Δεν άργησε να αφήσει την παρέα των
παιδιών και την πλησίασε. Περπατούσε προς το μέρος της σταθερά. Το
κορίτσι παρατήρησε τα μάτια του κι έμεινε να το κοιτάζει. Τα μάτια του
παιδιού, μεγάλα, λαμπερά, θλιμμένα και υγρά σαν δάκρυα, την
κάρφωναν τόσο απελπιστικά αληθινά όσο και οι αλήθειες που δεν
αντέχουμε να δούμε. Η Ελπίδα του χαμογέλασε, άπλωσε το χέρι της και
του χάιδεψε με τα δάχτυλα της τρυφερά το μάγουλο. Το παιδί στα χέρια
του κρατούσε ένα χαρτάκι. Την κοίταξε ίσια στα μάτια και της το έδωσε.
Τι είναι αυτό; το ρώτησε η Ελπίδα.
«Είναι ένα λαχείο για την πρωτοχρονιά. Η μαμά μου δεν το θέλει.
Το δίνω σε σένα.» της απάντησε το παιδάκι και την κοίταξε ολόισια στα
μάτια.

Η Ελπίδα πήρε το λαχείο από το παιδί και δεν έδωσε πολύ
σημασία. Πρόλαβε να πει μόνο ένα «ευχαριστώ» και το παιδί χάθηκε
γρήγορα στην παρέα των παιδιών που έπαιζαν μπάλα.
Τα Χριστούγεννα η Ελπίδα τα πέρασε σε μεγάλα τραπέζια με τους
λιγοστούς φίλους και συγγενείς που της είχαν απομείνει. Ανούσιες
συζητήσεις πάνω από το κρέας και τα λογής καλούδια με ανθρώπους
όμως που δεν ήθελαν να κάνουν την παραμικρή θυσία για να την
βοηθήσουν να σταθεί στα πόδια της.
Κι οι μέρες πέρασαν δύσκολα με τον τελευταίο μισθό από την
προηγούμενη δουλειά της. Κι ήρθε η πρωτοχρονιά. Η Ελπίδα θυμήθηκε
το λαχείο που της είχε δώσει το παιδί στην πλατεία. Το είχε κρατήσει
κάτω από το κέντημα του σερβάν. Μπήκε στο διαδίκτυο και αναζήτησε
τους τυχερούς πρωτοχρονιάτικους αριθμούς, περισσότερο από
περιέργεια. Προς έκπληξη της είδε τότε ότι ο αριθμός του λαχείου που
βρήκε κέρδιζε ένα πολύ μεγάλο ποσό. Το θαύμα των Χριστουγέννων
έγινε. Το κορίτσι πέταξε από χαρά, πάτησε με σιγουριά στα πόδια της
και ετοιμάστηκε για να εξαργυρώσει. Θα έδινε ένα μέρος των χρημάτων
στο γηροκομείο της περιοχής της, στην μνήμη της γιαγιάς της που της
είχε σταθεί ως το τέλος της. Με τα υπόλοιπα θα άνοιγε μια δική της
επιχείρηση και θα ξεπλήρωνε το δάνειο του σπιτιού. Μια δωρεά για το
καλό της χρονιάς και ένα νέο επαγγελματικό ξεκίνημα που προσδοκούσε
χρόνια τώρα σε εκείνα τα όνειρα που δεν τολμούσε να ομολογήσει ούτε
στον εαυτό της.
Η Ελπίδα ένιωσε να πετάει σαν πουλί πάνω από την πόλη,
σκέφτηκε τα ταξίδια που θα έκανε το καλοκαίρι – με πλοίο σίγουρα –
γιατί της άρεσε στο ταξίδι να αγναντεύει τη θάλασσα. Ένιωσε να
αγναντεύει το πέλαγος πάνω σε μια σανίδα μέσα στον ωκεανό. Και τότε
σκέφτηκε: Ο άνθρωπος είναι το ταξίδι. Ο άνθρωπος είναι το πουλί, το
καράβι, ο άνθρωπος και η σανίδα.
Τα φώτα των γιορτών να φωτίσουν τις καρδιές και το μυαλό όλων
των ανθρώπων για να γίνει το θαύμα σε κάθε σπίτι και σε κάθε άνθρωπο
πρώτα στην καρδιά κι έπειτα στον εξωτερικό κόσμο, ευχήθηκε μέσα της
η Ελπίδα καθώς έκανε τα σχέδια της για τη νέα χρονιά.

Σου άρεσε;

Κλίκαρε πάνω σε ένα αστέρι για να βαθμολογήσεις.

Μέση βαθμολογία / 5. Αριθμός ψήφων:

Καμία ψήφος μέχρι στιγμής! Γίνε ο πρώτος που θα βαθμολογήσει αυτήν την ανάρτηση.

Λυπούμαστε που αυτή η ανάρτηση δεν ήταν ενδιαφέρουσα για σένα!

Ας βελτιώσουμε αυτήν την ανάρτηση!

Πες μας πώς μπορούμε να βελτιώσουμε αυτήν την ανάρτηση;

Share your love