|Εννέα| του Αδάμου Στύλα

Μέσος Χρόνος Ανάγνωσης: 2 λεπτά
()

Ένατη μέρα καραντίνας. Εννέα είχε ο μήνας το απομεσήμερο εκείνο που χρόνια πριν η τύχη
τους έφερε κοντά. Λίγα λεπτά μετά τις εννέα έδειχναν οι δείκτες του λοξά κρεμασμένου
ρολογιού στο διάδρομο, έξω από το ολόλευκο δωμάτιο της τελευταίας υποχρεωτικής μα
ολιγοήμερης εξόρμησής τους στην πολύβουη πρωτεύουσα, τη  στιγμή που του ανακοινώθηκε
η αναχώρησή της.


Αλλότρια μόνος τώρα στο ακατάστατο διαμέρισμά τους, συνέλεγε, από την πρώτη κιόλας
ώρα της κυβερνητικής ανακοίνωσης των μέτρων, στιγμές για να της αφηγηθεί, όταν θα του
επιτρεπόταν να την ξανασυναντήσει.
Είχε τόσα να της πει: για τη δεύτερη κιόλας μέρα της κοινωνικής απομόνωσης που οι δρόμοι
έξω από το παράθυρο της κρεβατοκάμαράς τους ήταν το ίδιο έρημοι όπως τα ξημερώματα
του Φλεβάρη όταν το θερμόμετρο δοκιμάζει τις αρνητικές αντοχές του.
Για τα πρωινά του που, μιας και υποχρεωνόταν να τα περνάει εσώκλειστος, είχε πλέον τη
δυνατότητα να παρατηρεί το πλήθος των πουλιών στις ταΐστρες του μικρού τους μπαλκονιού·
δύο εκ των οποίων του φαινόταν πως ήταν ζευγάρι σαν κι αυτούς, το ένα πέταγε πάντοτε
προς τους ανοιξιάτικους ουρανούς, ενώ το δεύτερο προς τα φυλλώματα του πλατάνου που
γερνούσε υπομονετικά στον ακάλυπτο της πολυκατοικίας.
Για τα μεσημέρια του, τις στιγμές προτού μαγειρέψει, που στο ψυγείο και στα ντουλάπια της
κουζίνας τους υπήρχαν πια μόνο τα απολύτως απαραίτητα· όπως αγαπούσε να του λέει:
«μοναχά ό,τι χρειαζόμαστε, για τα υπόλοιπα έχουμε ο ένας τον άλλον».
Για τις νύχτες του, που άκουγε μέσα από τους τοίχους το σπαρακτικό κλάμα της ηλικιωμένης
τους γειτόνισσας -όπως το δικό του που έπνιξε στην πετσέτα του μπάνιου το δειλινό εκείνο
όταν, πίσω από το καθησυχαστικό χαμόγελό της, του μετέφερε τα νέα- διακριτό μόνο στις
παύσεις ανάμεσα στις φωνές των παρουσιαστών των ειδήσεων μιας τηλεόρασης στη
διαπασών, που ο λόγος τους αποτελούσε ένα επαναλαμβανόμενα επιτακτικό μοτίβο λέξεων
όπως πανδημία, τραγωδία, μέλλον.


Μέσα σε αυτή την αέναη και άκοσμη ρουτίνα ετοίμασε, όπως συνήθιζε κάθε απόγευμα τις
μέρες πριν την καραντίνα, τον καφέ που τόσο της άρεσε και τον σέρβιρε μέσα σε ένα ποτήρι
θερμός που συνέβαλε στο να διατηρεί ζωντανό το άρωμά του ωσότου άφηνε την κωμόπολή
τους, διένυε τα εννέα χιλιόμετρα μέχρι το πευκόφυτο νεκροταφείο στην είσοδο του μικρού
χωριού που πέρασε τα παιδικά της χρόνια και καθόταν πλάι της εκεί, στο φθαρμένο παγκάκι
απέναντι από το μνήμα της, για να της εξιστορήσει τις στιγμές του. Απόθεσε το ποτήρι πάνω
στο τραπέζι· την αυγή θα άδειαζε το κρύο του περιεχόμενο στο νεροχύτη.

Σου άρεσε;

Κλίκαρε πάνω σε ένα αστέρι για να βαθμολογήσεις.

Μέση βαθμολογία / 5. Αριθμός ψήφων:

Καμία ψήφος μέχρι στιγμής! Γίνε ο πρώτος που θα βαθμολογήσει αυτήν την ανάρτηση.

Λυπούμαστε που αυτή η ανάρτηση δεν ήταν ενδιαφέρουσα για σένα!

Ας βελτιώσουμε αυτήν την ανάρτηση!

Πες μας πώς μπορούμε να βελτιώσουμε αυτήν την ανάρτηση;

Share your love