|Το καντήλι των ψυχών| της Ισιδώρας Ευστρατίου

[...] Μην κρίνεις γιατί θα κριθείς σε ανήλικες νύχτες που δεν περίμενες πως θα έρθουν [...]
[...] Μην κρίνεις γιατί θα κριθείς σε ανήλικες νύχτες που δεν περίμενες πως θα έρθουν [...]
Τα κουμπιά χτύπαγαν πάνω στην επίπεδη οθόνη. Για ώρες το μόνο που ακουγόταν ήταν τα συνεχόμενα “κλικ κλικ” και “ταπ ταπ” από τη μεριά που καθόμουν. Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν κατάλαβα πώς γίνεται να αντικαταστήσεις το ανθρώπινο άγγιγμα με…
[...] Τυλίχτηκε και ξετυλίχτηκε μιαν αγκαλιά στα χέρια της… “δώρο (Θεού) ένας χρόνος ακόμα μαζί σου!” είπε.
[...] Μα το σώμα σου θρασύ και ελεεινό ξανάγινε ληστής των λογισμών
μου [...]
[...] Δυο πολυθρόνες μασίφ και στενές, θύματα του βάρους που ξεκουράζει πάνω τις
λάθος επιλογές του. Το βάρος που καταπίνεται στα βελούδινα μαξιλάρια, τα βουλιάζει και
στραβώνει τα μασίφ πόδια προς τα έξω.
Ημίφως [...]
[...] Κάποτε έβλεπα φως στην άκρη της σήραγγας,
μα τώρα πια το φως εκείνο μοιάζει μακρινό και απόκοσμο,
σαν μια υπόσχεση που έμεινε στα λόγια [...]
[...] Κανείς δεν μπορεί να ακούσει μια ψυχή αν δεν είναι σιωπηλός, κανείς δεν μπορεί να κάνει μια πεταλούδα να τον πλησιάσει αν δεν είναι ακίνητος.
Τα λόγια είναι άχρηστα πολλές φορές και αυτό το καταλαβαίνει κάθε φορά που έρχεται στο δάσος, γιατί νιώθει αποδοχή και δεν χρειάζεται να δίνει εξηγήσεις [...]
Η καρδιά μου απαρτίζεται από χίλια θραύσματα [...]
[...] Να μιλάει για την απαράμιλλη ομορφιά της εικόνας σου που εναρμονίζεται τέλεια με την ομορφιά της ψυχής σου [...]
[...] Γιατί είσαι η θάλασσα.
Η δική μου η θάλασσα.
Στις παρυφές εκείνες, της Ποίησης.
Εκεί που ανταμώνουν τα πάντα για πάντα [...]
[...] Το κρύο είχε βρει τρόπο να τρυπώσει από το μισάνοιχτο παράθυρο και να ξεχυθεί σε όλους τους χώρους του σπιτιού [...]
Ήταν 20 Δεκεμβρίου. Η σύμβαση της Ελπίδας με το βιβλιοπωλείοέληξε. Ένα οκτάμηνο γεμάτο με προσδοκίες και αναμονές – έληξε – και ηΕλπίδα επέστρεψε στην ανεργία. Στην ανεργία που τη γνώριζε καλά. ΗΕλπίδα δεν πρόλαβε να γνωρίσει τη μητέρα της, την…
Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε σε μια πόλη πολύ μακριά από εδώ που δε μοιάζει με καμία άλλη πόλη, ένα μικρό και στρουμπουλό, γκρι, κρεμμύδι. Το κρεμμυδάκι αυτό, κάθε πρωί έβγαζε την πάνω φλούδα του, φορούσε την κρεμμυδένια κάπα…