|Το θλιμμένο κρεμμυδάκι| της Μαρισόφης Αργυροπούλου

Μέσος Χρόνος Ανάγνωσης: 4 λεπτά
()

Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε σε μια πόλη πολύ μακριά από εδώ που δε μοιάζει με καμία άλλη πόλη, ένα μικρό και στρουμπουλό, γκρι, κρεμμύδι.

Το κρεμμυδάκι αυτό, κάθε πρωί έβγαζε την πάνω φλούδα του, φορούσε την κρεμμυδένια κάπα του κι έτρεχε να προλάβει το σχολικό του. Η κρεμμυδομαμά, ανήσυχη όπως πάντα, στεναχωριόταν να βλέπει το κρεμμυδοπαίδι της να τρέχει από το πρωί να τα προλάβει όλα. Ήταν ένα πολύ δραστήριο κρεμμυδάκι. Ήταν μικρό, μα είχε αναλάβει πολλές ευθύνες. Να βοηθήσει την κρεμμυδοοικογένειά του, να στηρίξει τα κρεμμυδοαδέλφια του. Έτσι μια μέρα, η κρεμμυδομαμά, δεν άντεξε και γυρνώντας από το σχολείο του είπε:

– Κρεμμυδάκη, πρέπει να σου πω μερικά πράγματα. Κάθισε.

– Μανούλα μου, τι έγινε; Μήπως δεν ήμουν καλό κρεμμυδάκι;

– Είσαι το καλύτερο κρεμμυδάκι του κόσμου, κρεμμύδι μου, αλλά θα σταματήσεις να μας βοηθάς όλους τόσο πολύ και θα κοιτάζεις μόνο τα μαθήματά σου.

– Κρεμμυδομανούλα μου και τι θα τρώμε; Εσύ έχεις πολλά να κάνεις, τα κρεμμυδοαδέλφια μου είναι πιο μικρά από μένα κι ο κρεμμυδομπαμπάς…

– (τον αγκαλιάζει σφιχτά) …έλα πάψε,  μη μου κλαις! Όλα θα τα καταφέρουμε. Άντε τώρα, ξεκίνα να μου λες τα μαθήματά σου.

– Αλήθεια, μαμά; Θα διαβάσουμε μαζί;

– Ναι, κρεμμυδάκι μου γλυκό. Τι μαθήματα είχατε σήμερα;

– Κρεμμυδουπολογισμούς, κρεμμυδόγλωσσα, κρεμμυδογυμναστική και… (κομπιάζει)

– Τι και κρεμμυδάκι μου;

– …Κρεμμυδόσουπα! Η κυρία μας είπε κάτι φοβερό, μαμά. Υπάρχει συνταγή για κρεμμυδόσουπα και την φτιάχνουν κάτι ροζ πλάσματα με δυο κουπιά στο πλάι, δύο σκούπες κάτω απ΄τα κουπιά κι ένα μεγάλο στρογγυλό, κάτι σαν μπάλα και …μας τρώνε!

– (η μαμά σοβαρεύει) Ναι, Κρεμμυδάκη, τώρα που μεγαλώνεις θα ήθελα να μιλήσουμε γι’ αυτά τα ροζ πλάσματα. Ίσως τα συναντήσεις…

– Δηλαδή είναι α-λ-ή-θ-ε-ι-α;

– Ναι. Λέγονται άνθρωποι και συχνά κάνουν κακά πράγματα.

– Σαν τι κάνουν;

– Δε φέρονται καλά στους φίλους μας, από την Άνω Πολιτεία, που είχαμε πάει όλοι μαζί, θυμάσαι; Θυμάσαι τον κανόνα ότι δεν πάμε ποτέ μόνοι μας εκεί;

– Ναι, μαμά. Τότε δε μου άρεσε πολύ εκεί γιατί ήταν σκοτεινά, όμως είναι φίλοι μας και τους αγαπώ.

– Οι άνθρωποι, λοιπόν, Κρεμμυδάκη, δε φέρονται καλά πολλές φορές. Μπορείς να φανταστείς κάτι κακό για τους φίλους μας, τον Τόλη τον μοσχονάτο ή την Τούλα την κοτούλα; Γι’ αυτό, Κρεμμυδάκη, να προσέχεις. Ειδικά εμείς, πρέπει πολύ, αφού είμαστε τόσο ταιριαστοί. Κι όπου δεις άνθρωπο, φόρεσε αμέσως την κρεμμυδοκάπα σου για να προστατευτείς!

– (υπακούει με σκυμμένο το κεφάλι)

Το κρεμμυδάκι σκέφτεται ξαπλωμένο στο κρεβάτι του, τα λόγια της μαμάς του.

” Μα τους χίλιους κρεμμυδέμπορους!”, αναφώνησε. ”Αυτό το πράγμα θα πρέπει να σταματήσει. Κι εμείς τα κρεμμύδια έχουμε δικαιώματα! Με μιας, άλλαξε πλευρό κι άρχισε να καταστρώνει το σχέδιό του. Ένα πρωί θα ξεκινούσε για το σχολείο, όμως αντί να μπει στο σχολικό, θα προχωρούσε ως την κεντρική πλατεία μέχρι να βρει κάποιο κρεμμυδοταξί. Έπρεπε να πάει στην Άνω Πολιτεία…

Με τη σκέψη αυτή τον πήρε ο ύπνος.

Δεν είχε χρόνο για χάσιμο. Το επόμενο πρωί έβγαλε την πάνω φλούδα του, φόρεσε την κρεμμυδοκάπα του να είναι ζεστός μιας κι έκανε κρύο πολύ, φίλησε την κρεμμυδομαμά και ξεκίνησε για το σχολείο. Προτού όμως τον δει ο οδηγός, έστριψε βιαστικά και μπήκε μέσα στο πρώτο ταξί που είδε μπροστά του.

– Κρεμμυδοθεέ μου! αναφώνησε, παρά λίγο και θα με τσάκωναν!

– Πού πάμε, κύριε Κρεμμύδη; τον ρώτησε ο οδηγός και πολύ του άρεσε που δεν αναγνώρισε την ηλικία του και είχε πλέον αναβαθμιστεί σε ”κύριο”! Πήρε λιγάκι θάρρος.

– Στην Άνω Πολιτεία, παρακαλώ, είπε αποφασισμένα.

– Πού;! ρώτησε ξανά φοβισμένος ο οδηγός.

– Στην Άνω Πολιτεία!, ξαναείπε ο κύριος Κρεμμύδης αυτή τη φορά.

– Λυπάμαι, κύριε, θα μπορέσω να σας πάω μόνο μέχρι την τελευταία στροφή. Μετά γίνονται επικίνδυνα τα πράγματα για μας, καταλαβαίνετε…

– Ναι, έγνεψε καταφατικά, ενώ ήθελε πολύ να ρωτήσει περισσότερα.

”Ας μη βιάζομαι”, σκέφτηκε. ”Θα τα ανακαλύψω όλα μόνος μου. Θα σώσω τον κρεμμυδόκοσμο!”

Λίγα λεπτά αργότερα το ταξί σταμάτησε στην άκρη του δρόμου.

– Ως εδώ είμαστε, κύριε. Φτάσαμε.

– Τι σας χρωστάω;, ρώτησε ο κύριος Κρεμμύδης, που ήδη του έδινε τα χρήματα χέρι με χέρι.

Πήρε τα ρέστα και κατέβηκε βιαστικά, αφού ο οδηγός φαινόταν από τον τρόπο που τον κοιτούσε, πως άρχιζε να τον αναγνωρίζει.

Δεν είχε προλάβει να να κάνει μόλις δέκα βήματα, όταν συνάντησε τους γονείς της Τούλας της κοτούλας και του Ρούλη του μοσχαρούλη, να αναζητούν γεμάτοι αγωνία τα παιδιά τους. Ούτε τον είδαν, ούτε τον χαιρέτισαν. Ή κι αν τον είδαν, δεν τον χαιρέτισαν. Προχώρησε, θλιμμένος, παρακάτω, τα ίδια. Είχε χαθεί κι ο Τόλης ο μοσχονάτος κι ο Μπάμπης ο αρνάκης. Όλοι τους ήταν σε πανικό, κι ο Κρεμμυδάκης έβαζε πολλά κακά με το μυαλό του. Μα δε βρισκόταν κι ένας να του πει!

Αποφάσισε, σαστισμένος κι απογοητευμένος που δε μπόρεσε να μάθει κάτι, να γυρίσει σπίτι. Η ώρα ήταν περασμένη κι οι δικοί του θα είχαν ανησυχήσει. Πήρε, λοιπόν,το δρόμο της επιστροφής.

Άργησε πολύ να φτάσει, κι η μητέρα του, η κυρά – Κρεμμύδαινα, είχε στήσει καρτέρι στην είσοδο του σπιτιού, με το ρολόι στο χέρι.

– Επιτέλους! Κρεμμυδοζείς!, αναφώνησε μόλις τον είδε. Μα πού ήσουν τόσες ώρες, Κρεμμυδάκη;;;

– Ε…εγώ..να…είχα πάει μια βόλτα μετά το σχολείο.

– Δε σου έχει πει η μαμά να μη λες ψέματα, Κρεμμυδάκη;

– (υπερήφανα) Μα δε λέω, μαμά!

– Αλήθεια, Κρεμμυδάκη, δε λες; Τότε έλα μαζί μου κι άνοιξε την πόρτα, είπε η μαμά Κρεμμύδαινα.

Τότε ο Κρεμμυδάκης άνοιξε την πόρτα κι είδε την καλή του τη δασκάλα, να στέκεται ανήσυχη πάνω από το τζάκι.

– Κρεμμυδάκη, μας ανησύχησες όλους πολύ!

– Συγγνώμη μαμά, συγγνώμη κυρία μου, ήθελα μόνο να μας προστατέψω!

– Από τι, Κρεμμυδάκη; ρώτησε η μαμά.

– Από αυτά τα ροζ πλάσματα, με τα κουπιά στο πλάι και τις σκούπες και τη μπάλα, που εξαφάνισαν τους φίλους μας και…

– (τον διακόπτει η δασκάλα) Κρεμμυδάκη! Δεν πιστεύω να πήγες στην Άνω Πολιτεία;

– Κρεμμυδοθεέ μου!, αναφώνησε έντρομη η κυρά – Κρεμμύδαινα.

– Ναι, πήγα… όμως δεν κατάφερα τίποτα, κανείς δε με έβλεπε και δε μου έδινε σημασία κι όλο πάλι η ίδια συμπεριφορά. Παλιά όποιος με έβλεπε και με πλησίαζε, έβαζε τα κλάματα. Ακόμη κι αυτοί που αγαπώ. Τώρα, ούτε που με βλέπουν, είπε με παράπονο.

– Αθώο μου κρεμμυδόπαιδο! είπαν μαζί μαμά και δασκάλα.

΄΄Κρεμμυδάκη μου, είσαι μικρός ακόμη για να μπορέσεις να καταλάβεις τον κόσμο. Οι άνθρωποι, αυτά τα ροζ πλάσματα, δεν είναι όλοι αγνοί κι ούτε όλοι μοιάζουμε μεταξύ μας.  Αυτό δε σημαίνει όμως πως δε μπορούμε να ζήσουμε μαζί. 

Η Αγάπη τ’ αλλάζει όλα, Κρεμμυδάκη…” , είπε η κυρά – Κρεμμύδαινα κι έδωσε 

ένα φιλί στον κρεμμυδογιό της.

”Θέλω όμως να μου υποσχεθείς κάτι… ότι δε θα πεις ποτέ ξανά ψέματα, ούτε θα φύγεις χωρίς να μας το πεις, γιατί μπορεί να κινδυνεύσεις. Εντάξει, Κρεμμυδάκη; ”

– Ναι, μαμά.

”Και θυμήσου, Κρεμμυδάκη: Η Αγάπη τ’ αλλάζει όλα! Να μη σε νοιάζει αν σ’ αγαπούν, αλλά να δίνεις την ψυχή σου για ό,τι μέσα σου αγαπάς. Έλα τώρα να σε κάνω μια αγκαλιά!”

Ο Κρεμμυδάκης έγνεψε καταφατικά και χώθηκε με μιας στην αγκαλιά του κρεμμυδιού που τον γέννησε…

Σου άρεσε;

Κλίκαρε πάνω σε ένα αστέρι για να βαθμολογήσεις.

Μέση βαθμολογία / 5. Αριθμός ψήφων:

Καμία ψήφος μέχρι στιγμής! Γίνε ο πρώτος που θα βαθμολογήσει αυτήν την ανάρτηση.

Λυπούμαστε που αυτή η ανάρτηση δεν ήταν ενδιαφέρουσα για σένα!

Ας βελτιώσουμε αυτήν την ανάρτηση!

Πες μας πώς μπορούμε να βελτιώσουμε αυτήν την ανάρτηση;

Share your love