Αιώνες πριν, σε μιά σπηλιά
Μέσα στο σκοτάδι και στη σιγαλιά
Ο Έρωτας με βέλος λάβωσε τη ψυχή.
Κι ενώ αυτή περίμενε να χάσει τη ζωή…
…το αίμα της που απ’την πληγή κατρακυλούσε
Τής το ‘δινε αυτός και ξεδιψούσε
Χωρίς να θέλει η Ψυχή η Μέρα να φεγγίσει
Γιατί με τον Έρωτα αγκαλιά ήθελε να ζήσει.
Από τότε, όσο και να την αιχμαλωτίσουν
Και οι γονείς της σε υπόγειο κελί να τήνε κλείσουν
Η Ψυχή τον Έρωτα αναζητά
Κι όταν τον δει βγάζει φτερά.
Πετάει προς το θεό αυτό
Όλα τ’ άλλα τα γκρεμίζει
Γιατί ξέρει ότι Αυτός και μόνο Αυτός
Άπειρο πάθος, αρχέγονο ξέρει να τής χαρίζει.