Ο ήλιος αφήνει μια υγρασία
στην άκρη των χειλιών,
κριτσανάει το φθινόπωρο
κάτω από μικρά ίχνη σαλιγκαριών
κι όλη η πόλη θαμπή
τραγουδάει για τη λήθη.
Όπως τα νυχτολούλουδα
κλείνονται οι νύχτες με σιδερένιο στόμα,
σαστίζει ο χώρος στον πρωτοπυρήνα του,
μα δε φέγγουν τ’ αστέρια-εμφυτεύματα.
Καταμεσής θρασύτατο
μοιχεύεται ένα πάλαισμα,
απλώνει τη βροχή του γαϊτανάκι
και πιάνεται ανάλαφρα
από εσπεριδοειδείς πλανήτες,
έτσι που, σαν υποτροπιάζει η παραίτηση,
ο θόλος τ’ ουρανού να βουρλίζεται
κι από τα βαθιά του μάτια
ως του σούρουπου τους βουβώνες
ή την τεντωμένη αυγή
να ξεφεύγουν πετροχελίδονα πορτοκάλια.

|Άτιτλο| της Μίνας Πατρινού
Μέσος Χρόνος Ανάγνωσης: < 1 λεπτό