Η παραλία ήταν χωματόδρομος
Με τα μάτια της τα κίτρινα,
έψαχνε ίχνη.
Δεν υπήρχε μυρωδιά ανθρώπου
Μια πικροδάφνη έστεκε
στολισμένη γύρω-γύρω με τενεκεδάκια.
‘’Λουλούδια που επιμένουν’’, σκέφτηκε,
‘’πουθενά ένα ίχνος’’.
Έβαλε κι έναν αέρα
Σήκωνε το χώμα.
‘’Είμαι ένοχη,
δε θα με συλλάβουν όμως.
Θα με δικάσουν τα δάκρυα.
Ίσως θα φύγει τότε κι η πικροδάφνη
Ο χωματόδρομος θ΄αδειάσει από κουτάκια
Θα μείνει μια υπόλευκη θάλασσα
αρχής άνοιξης’’
Μείναν ακίνητα
τα κίτρινά της μάτια,
ορθάνοιχτα
-ίσως για να φωτίζουν καλύτερα-
μετά ήπιε λίγο θαλασσινό νερό.
Κοίταξε τις φλέβες στα χέρια
Ύστερα τις πέτρες στα λιβάδια του νερού.
Συνέχισε να περπατά,
ο ουρανός γινόταν πορτοκαλής πριν το καθαρό μωβ
στην απέραντη αμμουδιά.

|Καθημερινότητες| του Νίκου Κυριακίδη
Μέσος Χρόνος Ανάγνωσης: < 1 λεπτό