Άκουσα των Χριστουγέννων τις καμπάνες
Ο ήχος τους απλωνόταν σε όλη τη γη
Ευχήθηκα χαρά σε όλα τα παιδιά και τις μάνες
Και στα κανόνια του πολέμου αιώνια σιγή.
Ευχήθηκα αρρώστειες ποτέ πια να μην υπάρξουν
Ευχήθηκα να βυθιστούν στο χώμα τα σπαθιά,
Ευχήθηκα όλα προς το καλύτερο ν’ αλλάξουν,
Και όλοι οι μετανάστες να έρθουν απ΄τη ξενιτιά.
Ευχήθηκα η φτώχεια να εξαφανιστεί
Ευχήθηκα το μίσος ποτέ να μη μεγαλώσει,
Ευχήθηκα η υπερηφάνεια να βυθιστεί,
Και ο φθόνος τα πλοκάμια του πια να μην απλώσει.
Μια καμπάνα άκουσε όλες μου τις ευχές,
Σ΄ένα κουτί τις έβαλε που ήταν μαγικό,
Το πήρε και πέταξε πάνω απ΄τις βουνοκορφές
Τις ικεσίες μου άφησε στο νεογέννητο Χριστό.
Όταν το κουτί το άνοιξε ένας απ΄τους βοσκούς,
Δάκρυα κυλήσανε απ΄ του Χριστού τα μάτια:
“Ο Σωτήρας θα ελαφρώσει όλους σου τους καϋμούς,
Τις στεναχώριες και τα βάσανα θα τα κάνει όλα κομμάτια.”
Αυτό μου είπε ο βοσκός, το πίστεψε η καρδιά μου,
Αλλά ο καιρός πέρναγε και δεν είδα διαφορά,
Ώσπου μια νύχτα σ΄όνειρο ήρθε ο Χριστός κοντά μου
Και μου πε με καλοσύνη και με φωνή βαθειά:
“Παιδί μου, δεν φταίω εγώ για όλη την κακία,
Το μίσος και το φθόνο, τη φτώχεια και την ξενητειά,
Ελεύθερη βούληση και εκλογή έχετε όλη σας μία,
Για να ζήσετε με αγάπη και από τη δυστυχία μακριά.
Από σας μόνο εξαρτάται στη γη να υπάρχει τροφή,
Από σας εξαρτάται αν η ψυχή σας θα είναι καλή,
Στο χέρι το δικό σας είναι να χτίσετε ευτυχία
Και να σκάψετε ένα βαθύ τάφο στην ανθρώπινη κακία.”
Η οπτασία έφυγε μόλις μου είπε αυτά τα λόγια,
Αλλά εγώ ήξερα ότι όλα όσα άκουσα ήταν αληθινά,
Αν όλοι τα εφαρμόζαμε θα έφευγε η στεναχώρια,
Και θα ήμασταν όλοι αδέλφια τώρα και παντοτινά.