Χθες το πρωί σου έσπασα το χέρι
για να σταματήσεις να μ’ αγγίζεις
και ξόφλησα.
Την ίδια στιγμή που στο δωμάτιο
σουλατσάρουν λιπόσαρκα φαντάσματα
εγώ μαρτυρώ στην πατεία
τους κρυμμένους σου καρκίνους,
χορεύοντας λεβέντικα πάνω στις πλάκες που γράφουν το όνομα σου.
Οι περιπτεράδες ξεπουλούν τις τελευταίες τους πλαστές τράπουλες
και οι κλειδούχοι ζητούν τον νάρθηκα τους πίσω.
Φίλε,
Ο ήλιος θα χρωστά πάντα τον ύπνο του σε έναν πλασιέ σακάτη.
Καλό δρόμο.