Σε λίγα λεπτά θα τελειώσει άλλη μια βαλβίδα αποσυμπίεσης αυτής της χρονιάς.
Μια μέχρι τώρα ζωή κλάμα.
Αυτός ο κόσμος ο πλασμένος με αίμα, χολή κι αλάτι,
γονιδιακά φέρνει τον πόνο αλγοριθμημένο επάνω του,
παστωμένος ακέφαλα κοτόπουλα να τρέχουν πέρα -δώθε,
μέρα τη μέρα. Αιμορραγώντας άνευ θανάτου.
Γιατί με έπλασες με τόσο μικρά χέρια; Και μάτια. Και μυαλό.
Πώς θα ζυμώσω τις αλλαγές;
Πώς θα κλάψω χωρίς τα δάκρυα να μου θολώνουν την όψη του στόχου;
Πώς θα θυμάμαι να αγαπώ πέρα από τα όρια;
Κάθε πρωί ξυπνάω με τις μαστιγιές της μικρότητάς μου χαραγμένες στο Σώμα.
Ο κάθε εγώ, φορτωμένος τον ένα Σταυρό. Και τους δύο. Και ούτω καθεξής.
Σε κάθε βίβλο να παλεύω για έναν τριήμερο θάνατο και μια αιώνια Ανάσταση
μα το σπαθί κεντρισμένο καλά στο πλευρό μου, ξεφουσκώνει το πνεμόνι μου,
δε με αφήνει να πάρω αέρα. Σαν αετός κλέφτης, σαδιστής.
Ευλογήθηκα μια πέτρα βαριά και θάλασσα πουθενά
να τη δέσω στο λαιμό μου και να πέσω.
Αιώνιος νικητής, αιώνιος χαμένος.
Ούτε να μιλάω πολύ μπορώ, ούτε να σωπαίνω.
Κι αισθάνομαι. Αλήθεια, όσο μπορώ αισθάνομαι,
αυτή την καταιγίδα που έρχεται να ξεπλύνει τις αν-μαρτίες
μιας κατά τ’ άλλα ανούσιας κι ευτελούς σωτήριας γένεσίς μου.