εκείνο το κόκκινο πλοίο που φωτίζεται ξαφνικά
τη νύχτα, καθώς εκτινάσσεται απ’ τις στάχτες
των πόθων μας στον πλατύ γιαλό.
Οι αναλαμπές του φτάνουν μέχρι τις όχθες μας
υπενθυμίζοντας με τόσο καταλυτικό τρόπο την
αδυναμία να συρθούμε προς τα κει.
Και τ’ όνομά του παρομοιάζεται με μια λέξη
που αντιστοιχεί στον έρωτα, το μόνιμο τίτλο
της λησμονιάς.
Και η μέρα ενεδρεύει στις γρίλιες
των παραθύρων, στις άοκνες περιπλανήσεις
περαστικών ζωών, στους θορύβους που υπογραμμίζουν
την ακινησία μας.
Δε μένει τίποτα για αντάλλαγμα εκτός από ένα
σπινθήρισμα φωτός ελάχιστου και μια απίθανη στάχτη-
(αφού προέκυψε από το τραγικό όνομα «Διάρκεια»
που η ίδια του η ουσία έσβησε,
ακυρώνοντας κάθε νόημα λέξεων
και λοιπών συνθημάτων).
Από τη συλλογή “Η χώρα των παράδοξων πραγμάτων”