|Δώδεκα και πέντε|της Μαρουσώς Αθανασίου

[...] εκεί πατώντας
ακροβατώ [...]
[...] εκεί πατώντας
ακροβατώ [...]
Άνθρωποι κουκουλωμένοι με αόρατη αμαρτία [...]
[...] Να διαβώ μονοπάτια
που δεν άντεχαν το βάρος της βαλίτσας των σκέψεων
που έσερνα μαζί μου [...]
[...] Και τ’ όνομά του παρομοιάζεται με μια λέξη
που αντιστοιχεί στον έρωτα, το μόνιμο τίτλο
της λησμονιάς [...]
[...] Δεν έμαθαν τίποτα ο ένας για τον άλλον Την άλλη μέρα ξύπνησαν και άρχισαν τις συστάσειςτης σάρκας τα κελιά γέμισαν εξεγερμένους κρατούμενους που έτρεχαν να βρουν πώς να αποδράσουν [...]