Θα με ράψεις γιαγιά;
Μου κρέμεται από δω θαρρώ
στο πλευρό
λίγο συναίσθημα
κι είναι νωπό,
θα στάξει στο καινούριο χαλί
της αυτοσυγκράτησης που πήρε η μαμά
για το δωμάτιό μου.
Γιαγιά ράψε μου πρώτα
τα μανίκια
φοβάμαι πως δεν φτάνει
το άγγιγμά μου
σ’ αυτά που ονειρεύομαι
Πιάσε τις κλωστές και τις βελόνες σου,
χωρίς να τσιμπηθείς
από την ορμητική ανυπομονησία μου•
Βάλε εκείνη την ασημένια δαχτυλήθρα
που αντέχει σε κάθε είδους πόνο
κι αρχίνα τα μπαλώματα
Μεθαύριο έχω
γενέθλια
και δεν θέλω να πάω στο πάρτυ μου
με ξεχαρβαλωμένο εαυτό.
Δύο χρόνια μετά,
με ράβουν συνέχεια γιαγιά
πρώτα το δάχτυλο, μετά το στήθος μου
συνέχεια κρέμονται κλωστές από πάνω μου
κι ο χρόνος μπλεγμένο κουβάρι στα χέρια νηπίου πλέκει τη συνέχεια μου μ’ αυτές
Νυστέρια παρελαύνουν στο δέρμα μου
κι οι ανάσες μου κοφτές,
ίσα που προλαβαίνουν τις βόλτες των χειρουργικών δαχτύλων
κι εσύ,
δεν είσαι εδώ να με μπαλώσεις
μα κυρίως, δεν είσαι εδώ να με μαλώσεις
πως ξέχασα να βάλω την ασημένια σου δαχτυλήθρα
πριν αγγίξω την αγάπη
πως σε λάθη γλίστρησα
ματώνοντας
λέγοντας από μέσα μου όπως συνήθιζες εσύ:
” Παιδί είναι,
θα μάθει”.