Θα σού ‘λεγα
το δειλινό είναι θάνατος
και ίσως το πίστευες.
Τα σημειώματα που γράφαμε το πρωί
έγιναν μυξομάντηλα της νύχτας.
Ξεφλούδισα τις τελευταίες σου ανάσες
απ’ το στέρνο
χωρίς να σ’ ακούσω να ξεψυχάς
χωρίς να με ρημάζει ο πόνος.
Εγώ τραγουδούσα
πάντα
η φωνή μου σε κάλυπτε
κι έλεγα πως σ’ αγκαλιάζω.
Μερικές φορές το τραγούδι δεν ακούγεται
ή τουλάχιστον
δε φτάνει
κάθε φορά που η ηδονή της ελπίδας
κορυφώνεται στην αυταπάτη
σε γκρεμίζω σ’ ένα όνειρο δικό μου
(Λες να ‘ρθεις;)
δε σοκάρομαι πια.
Δεν έχω τίποτα
τα πήρες όλα
σα φάντασμα που γύρευε υπόσταση.
Θα σού λεγα
το δειλινό είναι πόνος
η ανατολή ελπίδα
και η απουσία λευκός καμβάς στα ματωμένα χέρια της φαντασίας.
Δεν έχω τίποτα.
Σε έπλασα λουλούδι κομμένο στα μαλλιά μου
σε πλέκω
σε στίχους
σε χτίζω
όπως μπορώ
σε θυμάμαι
αθάνατα απελπισμένη
μας σκοτώνω.
Αύριο ανατέλλουμε χωριστά.