Σκελετωμένος άνθρωπος, σκαφτός,
από τη ζωή του πατέρα μισεμός,
της μάνας φυγή,
αποδέσμιος χθεσινός.
Λεφτά, ζητούσε, κάτι να φάω.
Μάζεψα ό,τι μπορούσα
αφού τον έσυρα μαζί μου καμιά ώρα,
λίγα γι’ αυτόν,
πολλά μου είπε,
πολλά για μένα,
λίγα, όπως το αισθάνομαι.
Δάκρυσε αυτός
δάκρυσα εγώ,
Αλήθεια μου λέει,
κι αν δεν, χαλάλι, του λέω,
αυτόν ανέστησα,
εμένα ανέστησα.
Χριστός και Λάζαρος,
σταυρώθη και λυτρώθη.
Πρώτη φορά έζησα Πάσχα.