Στα πιό θολά νερά τρεκλίζουν οι ιππότες,
με υψωμένα λάβαρα και παν’ προς την πυρά.
Σε σένα, Μάγισσα, αγιάζουν το σκοπό τους
και κάτι τους κρατάει τα μάτια τους μπροστά.
Συγχώρα με, σε μένανε δεν πιάνουνε τα μάγια.
Από μικρό κατάρα βαριά με είχε βρει,
σ’ έναν καθρέφτη ξυπνητός να βλέπω τη μορφή σου,
να γδύνεται, να μένει μονάχα σα ψυχή.
Στα πιο θολά νερά, σα σβήνονται τα χνάρια
και μένει πίσω τίποτα και μπρος μου η πυρά,
σε σένα, Μάγισσα, θα τάξω το σκοπό μου.
Κι αφού μπροστά της στέκομαι θα μπω για τα καλά.
Συγχώρα με, που καίγομαι σαν αχυρένια κούκλα.
Από μικρό κατάρα βαριά με είχε βρει,
σ’ ένα καθρέφτη ξυπνητός να βλέπω τη μορφή μου,
να καίγεται, να λιώνει, να μένει σα ψυχή.
Κι όταν το Δημιουργό μας ξανά θα συναντήσω,
όσο κι αν με πλήγωσες στην πλάση αυτή πολύ,
τα χέρια του θα πιάσω, ζεστά θα του ζητήσω,
κάθε σου ξόρκι, Μάγισσα, να γίνεται ευχή.