Μεγάλη Παρασκευή
περιφορά επιτάφιων ερώτων
θαμμένων λίγο πριν αγγίξουν το κόκκινο των εφηβικών χρόνων
τους βλέπω
έναν έναν
να τους κουβαλούν αποθαρρυμένες
προσπάθειες διατήρησης πάθους
Θρηνώ σιωπηλά
να μη με καταλάβει η πόλη
είναι μικρή και σχολιάζει αδίστακτα
τα μάτια που χαμηλώνουν
Σφίγγω τα δάκρυα
κι αρματώνω τα φρύδια σπασμούς•
διπλώνω το μέτωπο και ο λαιμός μου ανεβοκατεβαίνει στο στέρνο
Η μπάντα μπρος μου σιωπά
και τα κρουστά μετρούν τον χτύπο της παιδικής μου ηλικίας
ανεπαίσθητος πια•
Αφήνω το μαντίλι που κρατώ με πείσμα
να πέσει μπρος στα πόδια μου
αποδίδοντας φόρο τιμής στις νεκρές απόπειρες
αποψινής μεταρσίωσης
πάω πεζή
βαδίζω πλάι στα κεριά των κοριτσιών που με προσπερνά η φλόγα τους
είμαι πεζή
πηγαίνω με τα πόδια, σέρνοντας
αργό το βήμα μου προς ξέφωτο κυνισμού.