Καλύτερα στο βάθος κι ας μη φαινόμαστε.
Όποιος βουτάει θα μας δει.
Σα ξεχασμένα αγάλματα ναυαγίου,
μ’ ένα μαρμάρινο χαμόγελο στα χείλη
και ήσυχοι εκεί κάτω,
σχεδόν ανενόχλητοι να δουλεύουμε
και να περιμένουμε.
Όταν το φως θα μας χτυπάει σκληρά κι αλύπητα
εμείς θα λάμπουμε στου χρόνου το σεντόνι,
λευκοί, χρυσοί κι εν υπνώσει,
σα ποιητές.
Επάνω θα επιπλέουν αυτοί που χρόνια στον αφρό
περνοδιαβαίνουν με φανφαρόνικους χάικου αμανέδες,
λες και γεμίζουν του χρόνου τις σπασμένες χαραμάδες
και τον κρατάνε ενωμένο,
σα τελάληδες.
Με το γυρτό τους καπέλο και το φουλάρι μιας άλλης εποχής
θα ξεπλένουν τις αισθαντικές τους αμαρτίες,
στου άδειου δωμάτιου το επάνω μέρος,
στου άδειου δωμάτιου το μέσα μέρος,
στου γύρω κόσμου το άδειο μέρος,
λασπόνερα και βρώμικη μαγιά.
Εμείς εκεί ανενόχλητοι,
θα περιμένουμε και θα δουλεύουμε,
λευκοί, χρυσοί κι εν υπνώσει,
το ρεύμα και την τύχη να μας σπρώξει
στα πόδια κάποιου ανυποψίαστου ψαρά
σαν τα μαρμάρινα του βυθού τ’ αγάλματα,
σαν του βυθού τους ποιητές.