1.
Η ιστορία μας ξεκινάει στα βάθη ενός δάσους. Μακριά από φώτα, θορύβους και ξεφωνητά. Εκεί που το χορτάρι χορεύει χέρι χέρι με τις ακτίνες του ήλιου και αν κοιτάξεις από μακριά θα δεις χρυσά κορδόνια να απλώνονται από τον ήλιο μέχρι την γη. Εκεί που τα φύλλα αλλάζουν φορεσιές σαν έφηβα κορίτσια και γυμνασμένοι κορμοί δείχνουν περήφανοι τους μύες τους.
Σε ένα πανέμορφο τοπίο, που το πρωί είναι χρυσό και το βράδυ ασημένιο.
Είναι νύχτα λοιπόν και στο υγρό έδαφος έχει ξαπλώσει ένα κουκουνάρι. Όμως δεν ξάπλωσε επειδή κουράστηκε, αλλά επειδή έπεσε. Χωρίστηκε από το κλαδί που το άφησε να πέσει τόσο απότομα. Ακόμα θυμάται αυτό το κρακ που σήμανε τον χωρισμό τους. Και ύστερα πτώση, κενό. Βρέθηκε να πέφτει και να πέφτει και η απόσταση ανάμεσα σε αυτό και το κλαδί να γίνεται χάσμα.
Προσγειώθηκε σε μία στοίβα από φύλλα.
Το φεγγάρι, ολόγιομο, άφηνε το παγωμένο ασημένιο φως του να πλημμυρίσει το τοπίο και να κυλήσει απ’ άκρη σ ‘άκρη, να γλύφει κάθε πέτρα και κορμό, κάθε κλαδί και φύλλο, σαν να ήθελε να καταπιεί τον κόσμο όλο.
Το μικρό και φαινομενικά ασήμαντο κουκουνάρι κοιτούσε μία το κλαδί και μία το φεγγάρι. Η Θεά Σελήνη καθόταν εντυπωσιακή και αμίλητη στον θρόνο της από βελούδινα σύννεφα. Σαν ένα μαργαριτάρι πάνω σε χρυσοκέντητο μαξιλάρι ή σαν μία πέρλα που κρέμεται σαν κόσμημα από το αυτί του άρχοντα ουρανού. Έβλεπε τα αστέρια να χορεύουν γύρω της για να την διασκεδάσουν, άλλα να κουβαλούν ευχές στην πλάτη τους και να λυγίζουν κάτω από το βάρος τους , άλλα να κάνουν κόλπα, άλματα και να αναβοσβήνουν μέχρι να κουραστούν και να πεθάνουν ακαριαία με μία έκρηξη που θα αφήσει πίσω της αστερόσκονη.
Εξαντλημένο το κουκουνάρι, σκέφτεται όλα αυτά και στρέφει το βλέμμα του ψηλά, ανοίγει την μικρούλα του καρδιά και φωνάζει δυνατά ‘Δώσε μου ζωή ξανά’ .
Τόσο καιρό βρισκόταν ψηλά και ατένιζε τον κόσμο, χόρευε με τον άνεμο στη μουσική του δάσους και τώρα το μόνο που ένιωθε ήταν παγωνιά και τον θάνατο να πλησιάζει .
Αφήνει την τελευταία του πνοή, στην ατμόσφαιρα να απλωθεί, να γίνει ένα με το δάσος και τις ανάσες των δέντρων. Οι δροσοσταλίδες, λευκές σαν νύμφες , πήραν την πνοή και έπλεξαν ιστό για να στολίσουν την αυγή ότι μπορεί να στολιστεί.
Εκεί λοιπόν όλα τελείωσαν και όλα άρχισαν. Στο έδαφος.
2.
Ανάσα, κίνηση και φως, κάτι συμβαίνει, πανικός. Μα τι μυρωδιά είναι αυτή; Τόσο γλυκιά και δροσερή και ταυτόχρονα καυτή.
Το μικρό κουκουνάρι σηκώνεται σε τέσσερα ποδαράκια, λεπτά σαν ξυλαράκια. Μπερδεύεται και πέφτει, αλλά σηκώνεται και προσπαθεί κάπου αντανάκλαση να βρει. Παγιδεύει το μικρό του προσωπάκι σε μια δροσοσταλίδα και προς έκπληξη του βλέπει δυο μάτια σαν χάντρες σκοτεινές και μια ράχη όλο αγκάθια, χρυσαφιά σαν στάχια. Μια κοιλίτσα μαλακή, καλυμμένη με τρίχωμα λευκό, σαν το χιόνι αφράτο.
Τσουχτερός αέρας ταξιδεύει μέσα από τη μουσούδα του και γεμίζει τους πνεύμονες του με το πιο γλυκό άρωμα του κόσμου. Τόσο γλυκό που θυμίζει κέικ που μόλις βγήκε από φούρνο και καμαρώνει πάνω στο τραπέζι μπροστά από ανοιχτό παράθυρο και το άρωμα του απλώνεται στη γειτονιά και ενώνεται με το άρωμα των τριανταφυλλιών έξω στις αυλές. Τέτοια μυρωδιά, από αγάπη καμωμένη.
Αναπνέει βαθιά. Το κουκουνάρι έγινε σκαντζόχοιρος και του δόθηκε η ευκαιρία να ζήσει ξανά αλλά αυτή τη φορά στη γη. Και τότε θυμάται την ευχή που έκανε μια νύχτα με αστροβροχή και την Σελήνη στο θρόνο της να ακροβατεί λίγο πριν έρθει η αυγή. Νιώθει ευγνωμοσύνη και κοιτάζει ψηλά στον ουρανό και εκπνέει ΄΄ευχαριστώ΄΄. Ξαφνικά έχει ανάγκη να φάει και να πιεί, να τρέξει, να βραχεί. Ξαφνικά κρυώνει και ζεσταίνεται. Τρέχει, χορεύει σχεδόν. Αφήνει τον μεθυστικό ήλιο να παίξει ανάμεσα στα αγκάθια της ράχης του και τεντώνεται.
Ο μικρός σκαντζόχοιρος ζαλίζεται σχεδόν από την απότομη εισβολή της ζωής στο σώμα του που ταρακουνάει το μικρό του σώμα.
Έτσι, με την ψυχούλα του να καίει από ευγνωμοσύνη, ξεκινά την νέα του ζωή.
3.
Τα χρόνια περνούν και τρέχουν. Σαν άτακτα παιδιά σε φτωχογειτονιά, κλέβουν την νιότη και την ομορφιά. Κλέβουν την ζωή και στον γέρο-Χρόνο την χαρίζουν. Εκείνος την τοποθετεί στην βιβλιοθήκη του, γεμάτη με αναμνήσεις, ιστορίες και εμπειρίες ανθρώπων, ζώων, πραγμάτων και τεράτων, μύθων και παραμυθιών, ηρώων και θεών. Στου Χρόνου την βιβλιοθήκη ότι ψάχνεις θα το βρεις, ότι ποθείς και νοσταλγείς.
Έτσι λοιπόν περνούν τα χρόνια και για τον γλυκό σκαντζόχοιρο μας . Τα γερασμένα του ποδαράκια προχωρούν αργά και σταματούν. Κάθεται στο έδαφος και έπειτα ξαπλώνει. Τα ματάκια του έχουν μια περίεργη λάμψη και η ράχη του είναι βαριά από τα πολλά του χρόνια. Σηκώνει ελαφρά το κεφαλάκι του και αφήνει την δροσιά να τον αγκαλιάσει τρυφερά. Παρατηρεί το δέντρο που στέκεται γερό και περήφανο πάνω από το κουρασμένο κορμάκι του. Κάτι του θυμίζει, κάτι από μια άλλη εποχή, θυμάται ένα κρακ και μια ευχή. Μήπως η γέρικη μνήμη του τον απατά και το μυαλό θολώνει; Μήπως ήρθε η ώρα να αφήσει την τελευταία του πνοή και να ελευθερωθεί; Ή μήπως είναι ένας σκαντζόχοιρος με ανεπτυγμένη φαντασία που δεν ξέρει τι του γίνεται; Όπως και να έχει νιώθει φτερά στην ψυχή του. Σαν πουλάκι που ετοιμάζεται για πτήση και δοκιμάζει τα φτερά του. Το ξέρει, ήρθε η ώρα.
Η Σελήνη πάλι εκεί, αγναντεύει τη σκηνή, περήφανη και λαμπερή. Είναι τυλιγμένη με το ασημένιο πέπλο της, από αστερόσκονη φτιαγμένο και με δαντελωτό τελείωμα, τόσο μακρύ που σκεπάζει όλο το δάσος.
Τα αστέρια πάλι στήσανε χορό, ανάβουν και σβήνουν με ρυθμό. Παίρνουν και δίνουν τις ευχές που κάνουν οι αγνές ψυχές κάτι νύχτες σαν και αυτές.
Ο σκαντζόχοιρος κλείνει τα μάτια μπροστά στην τόση ομορφιά που τον τυφλώνει και κάνει μια ακόμα ευχή πριν τον προλάβει η αυγή και τα αστέρια έχουν χαθεί. Αχ πόσο θα ήθελε στην γη να μην πατά, αν γινόταν να πετά, τον άνεμο να νιώθει να τον διαπερνά. Την γη θέλει να γνωρίσει και εμπειρίες να αποκτήσει.
Η ώρα περνά και ένα ένα τα αστέρια σβήνουν. Σβήνει και ο μικρός σκαντζόχοιρος σιγά σιγά. Η Σελήνη γίνεται όλο και πιο χλωμή, όλα πεθαίνουν την αυγή. Αυτή η ώρα είναι βουβή, όλα είναι παγωμένα και περιμένουν κάτι να συμβεί. Μια ησυχία που προμηνύει μια έκρηξη εκκωφαντική.
Ο σκαντζόχοιρος πεθαίνει μαζί με το φεγγάρι και ο ήλιος εκρήγνυται, φωτίζοντας τον κόσμο απ’ άκρη σ’ άκρη. Μια θάλασσα από χρυσάφι και μέλι ζεστό καταπνίγει τον κόσμο κηρύττοντας την γέννηση της επόμενης μέρας.
Όλα είναι στην ώρα τους και όλα στη σειρά τους. Όλα πεθαίνουν για να γεννηθούν ξανά. Μα τι θα συμβεί ετούτη την φορά; Μια ευχή περιπλανιέται στα μονοπάτια του ουρανού και πολύ ανησυχεί αν θα επιτρέψει η Σελήνη να πραγματοποιηθεί.
4.
Κλείνει την πόρτα πίσω της και τρέχει. Πανικός και ταραχή έχουν βάλει φωτιά στα πόδια της. Σκοντάφτει στην μαγκούρα μιας ηλικιωμένης κυρίας αλλά συνεχίζει, προσπαθώντας να αγνοήσει τις βρισιές της. Σαν να ζαλίζεται, ούτε ξέρει που πηγαίνει. Προσπαθεί να ξεφύγει από το σπίτι, από τις φωνές και τα πράγματα που εκτοξεύονται προς το μέρος της, από την τοξική μυρωδιά του καπνού και του οινοπνεύματος, από το αίμα.
Ακολουθεί τυφλά το μονοπάτι προς το δάσος, εκεί που κανείς ποτέ δεν πηγαίνει, εκεί που τα αγρίμια ζουν. Τρέχει μέχρι που νιώθει την καρδιά της να θέλει να ξεφύγει από το στήθος της. Όταν πια έχει φτάσει μακριά αρκετά ώστε να μην ακούει τις φωνές του, σταματάει, πέφτει στο χώμα και προσπαθεί να βρει την αναπνοή της.
Το κρυστάλλινο οξυγόνο της καίει τους πνεύμονες. Εδώ μυρίζει φύλλα και χώμα, δεν μυρίζει καπνό ή φόβο.
Περιμένει λίγο, στέκεται και κοιτάει τριγύρω. Το μυαλό της αρχίζει να πλημμυρίζει με σκέψεις και απορίες, σαν τρομακτικές μουτζούρες . Θυμάται ένα χέρι να σηκώνεται και πιάνει ασυναίσθητα το μάγουλο της.
Δεν ξέρει τι έκανε λάθος πάλι, προσπαθεί να βρει μια λογική εξήγηση όπως κάνει πάντα, μα σήμερα δεν θέλει. Διώχνει την εικόνα του φόβου και του σπιτιού από το κεφάλι της και αναπνέει βαθιά. Προσπαθεί να χτενίσει τα μαλλιά της με τα χέρια της και να ισιώσει το τσαλακωμένο φόρεμα της.
Κοιτάζει τα χτυπημένα πόδια της, γεμάτα με σημάδια και ματωμένες πληγές. Μα τώρα δεν πονάει. Αφήνει έναν αναστεναγμό να ξεφύγει από τα χείλη της.
Αρχίζει να περπατάει μέσα στο δάσος αφήνοντας τα δάχτυλα της ν μπλέκονται μέσα στα λουλούδια και τα άγρια κλαδιά. Η γη αναπνέει κάτω από τα πόδια της και τα αγριόχορτα γίνονται απαλά στο πέρασμα της για να μην την βλάψουν.
Έχει ξανάρθει εδώ και κάθε φορά είναι το ίδιο συναίσθημα, σαν μία ζεστή κουβέρτα να τυλίγεται γύρω από την καρδιά της. Αισθάνεται ότι ανήκει σε αυτό το δάσος και έχει μιλήσει πολλές φορές με τα δέντρα, την ξέρουν και την καλωσορίζουν. Καταλαβαίνουν πως νιώθει και ακούν με υπομονή και αγάπη, χωρίς να βιάζονται να απαντήσουν, χωρίς να διακόπτουν, να θυμώνουν, να φωνάζουν. Όσες φορές προσπαθεί να μιλήσει σε ανθρώπους νιώθει ότι μιλούν διαφορετική γλώσσα. Οι άνθρωποι δεν ακούν, είναι πολύ απασχολημένοι με το να έχουν δίκιο και να φλυαρούν ακατάπαυστα. Κανείς δεν μπορεί να ακούσει μια ψυχή αν δεν είναι σιωπηλός, κανείς δεν μπορεί να κάνει μια πεταλούδα να τον πλησιάσει αν δεν είναι ακίνητος.
Τα λόγια είναι άχρηστα πολλές φορές και αυτό το καταλαβαίνει κάθε φορά που έρχεται στο δάσος, γιατί νιώθει αποδοχή και δεν χρειάζεται να δίνει εξηγήσεις.
Παίζει, τρέχει, χορεύει και τραγουδά. Εδώ που δεν υπάρχουν τέρατα, φασαρία και φόβος. Εδώ είναι το σπίτι της δροσιάς και της ειρήνης, που γειτονεύουν με τον πλάτανο και το πεύκο που πρόθυμα φιλοξενούν την αλεπού και το κοράκι. Εδώ οι μέλισσες χορεύουν κυκλικούς χορούς αρχαίους και τα μυρμήγκια στήνουνε αγώνες. Εδώ ο ουρανός σκεπάζει με την γαλάζια φορεσιά του του τοπίο και παγιδεύει τα άστρα στον ιστό του για να τα χαρίσει στην αγαπημένη του Σελήνη θέλοντας να δει το χαμόγελο στο χλωμό και μελαγχολικό πρόσωπο της.
Το κορίτσι αφήνει τον αέρα να παίξει με τα μαλλιά και το φόρεμα της. Τον αφήνει να φιλήσει τις πληγές της.
Το έδαφος δέχεται κάθε της πάτημα, χωρίς να το σβήνει, αγαπόντας το κάθε αποτύπωμα της. Τόση είναι η αγάπη του για το κορίτσι που δεν τον νοιάζουν τα σημάδια που εκείνη του αφήνει περνώντας. Τόση είναι η αγάπη του που θέλει να την καταπιεί, να την κάνει μέρος του. Αν ξάπλωνε στο έδαφος, θα την έπαιρνε μέσα του, όπως ένας ξεραμένος τόπος που ποθεί γάργαρο νερό. Και εκείνη δεν είναι απλά νερό, είναι ωκεανός. Ωκεανός αγάπης που άλλους θα τους ξεδιψάσει και άλλους θα τους πνίξει.
5.
Η ώρα περνά. Το κορίτσι χάνεται όλο και πιο βαθιά μέσα στο δάσος. Τα μονοπάτια είναι απότομα, γεμάτα αγκάθια που της γδέρνουν τα πόδια και γεύονται το δέρμα της.
Νιώθει χαρούμενη. Νιώθει να πονάει από την αγάπη του δάσους που την πλημμυρίζει και δεν θα ήθελε να βρίσκεται αλλού.
Σκοτάδι απλώνεται σαν δροσερό σεντόνι πάνω από το δάσος. Το κορίτσι φτάνει στις ρίζες ενός δέντρου και στέκεται να ξαποστάσει. Κοιτάζει ψηλά και βλέπει τα αστέρια να γλεντούν γύρω από τη βασίλισσα τους, λέγοντας της τραγούδια για αρχαία δέντρα, κοπέλες, νύμφες, κουκουνάρια και αγάπη. Κάθεται μαλακά στις ρίζες του και ψηλαφεί το δροσερό χώμα. Το χέρι της ακουμπά σε μια σκληρή επιφάνεια σαν καβούκι. Το παίρνει διστακτικά και το επεξεργάζεται. Βλέπει τα αγκάθια του και το χαϊδεύει. Είναι ζεστό παρόλο που δεν υπάρχει πια ζωή μέσα του. Μάλιστα όσο το κρατάει βλέπει ότι γίνεται όλο και πιο ζεστό, μέχρι που αρχίζει να της καίει τα χέρια. Όμως δεν την νοιάζει, έχει συνηθίσει το κάψιμο. Το σηκώνει ψηλά και εκείνο γυαλίζει κάτω από το φως του φεγγαριού. Είναι σαν να το κατασκεύασε ο πιο επιδέξιος τεχνίτης, από το καλύτερο του μέταλλο.
Χωρίς πολύ σκέψη το τοποθετεί στα μαλλιά της. Όλο της το σώμα ζεσταίνεται, σαν να περνάει ηλεκτρικό ρεύμα μέσα στις φλέβες της. Μα είναι μαγικό, σκέφτεται. Είναι σαν κράνος, σαν στέμμα. Είναι σαν να την περίμενε, σαν να φτιάχτηκε για εκείνη. Δίνει λάμψη στα μαλλιά της, στο πρόσωπο της και νιώθει μια ζεστασιά να την τυλίγει. Τώρα δεν φοβάται. Ο φόβος κάνει πίσω σιωπηλός και οι σκέψεις της σωπαίνουν.
Σηκώνεται από το έδαφος, μαζεύει λουλούδια και φύλλα, βγάζει το στέμμα της και το στολίζει.
Εκείνο ομορφαίνει ακόμα περισσότερο. Λάμπει. Ένα στέμμα από μυτερά αγκάθια και στολισμένο με λουλούδια βρίσκει θέση στο κεφάλι του κοριτσιού και κάθε τι άγριο ομορφαίνει. Το φοράει και συνεχίζει να χορεύει, να τρέχει σαν να έχει φτερά στα πόδια της. Δεν χρειάζεται να φοβάται πια καθώς έχει βρει το μέρος που ανήκει και θα είναι πάντα ευπρόσδεκτη. Στην αγκαλιά του δάσους νιώθει ήρεμη, βρίσκει καταφύγιο, χάνει το μυαλό της αλλά βρίσκει την ψυχή της.
6.
Όταν το σκοτάδι, μαύρο σαν κοράκι, έχει πιάσει τον κόσμο στα νύχια του το κορίτσι αποφασίζει να επιστρέψει. Γεμάτη χαρά και ελπίδα βρίσκει το δρόμο της προς το σπίτι και έξω από το δάσος. Διασχίζει την μικρή αυλή και ανεβαίνει δύο δύο τα σκαλιά.
Ανοίγει την ξύλινη πόρτα και ρίχνει μια ματιά τριγύρω. Όλα είναι ήσυχα τώρα.
Πηγαίνει στο δωμάτιο και κοιτάζει τον εαυτό της στον καθρέφτη. Όμως αυτό που αντικρίζει της κόβει την ανάσα. Στο κεφάλι της δεν υπάρχει τίποτα παρόλο που νιώθει το στέμμα της να λάμπει και να μοσχοβολάει. Το ψηλαφεί με το δάχτυλα της, το αγγίζει και όμως δεν το βλέπει. Το νιώθει σε όλο της το σώμα να την ζεσταίνει και όμως δεν το βλέπει. Κλείνει τα μάτια της και τα ανοίγει ξανά και όμως δεν το βλέπει. ‘Είμαι τρελή’ σκέφτεται και κατευθύνεται προς το κρεβάτι που μοιραζόταν με τον αδερφό της. Αλλάζει τα ρούχα της και παρατηρεί για πρώτη φορά πόσο βρώμικα και σκισμένα είναι. Ξαπλώνει δίπλα στον αδερφό της και τυλίγεται με την κουβέρτα. Εκείνος, χαμένος κάπου ανάμεσα σε όνειρο την καταλαβαίνει. ‘Συγνώμη’ της λέει και επιστρέφει στο όνειρο του. Ο ύπνος πέφτει βαρύς στα μάτια της και χρωματίζει με μαύρο το δωμάτιο.
7.
Ο μικρός σκαντζόχοιρος δεν μπορούσε να πιστέψει ότι είναι ξανά ζωντανός. Ότι βλέπει τον ουρανό, τον κόσμο και αγγίζει τον άνεμο. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως η ευχή του είχε πραγματοποιηθεί.
Τώρα ήταν ένα αγκάθινο στέμμα, στολισμένο με λουλούδια και στεκόταν στην κορυφή του πιο όμορφου λουλουδιού που είχε δει ποτέ, πάνω σε άγρια, χρυσά μαλλιά ενός κοριτσιού με ασημένια μάτια, που πολύ έμοιαζαν στην αγαπημένη του Σελήνη.
Ένιωθε ευγνωμοσύνη, καθώς για άλλη μια φορά τα άστρα είχαν ακούσει την επιθυμία του. Μπορεί τώρα να μην είχε σώμα, αλλά το καβούκι του είχε στολιστεί με τα πιο τρυφερά άνθη, σαν επιτάφιος και η ζωή του είχε αποκτήσει νόημα. Θα προστάτευε αυτό το κορίτσι και θα το έκανε να νιώθει δυνατό και να μην φοβάται.
Συνειδητοποιούσε ότι τώρα όχι μόνο έβλεπε ξανά τον ουρανό αλλά μπορούσε να ταξιδεύει κιόλας, να ακολουθεί χορούς και να ακούει τραγούδια. Να πηγαίνει όπου πάει εκείνη, να βλέπει και να νιώθει ότι και εκείνη. Μπορούσε να ακούει τις άγριες σκέψεις της, που σαν μέλισσες τις τρυπούσαν το μυαλό και πότε πότε την έκαιγαν με το δηλητήριο τους. Αυτός ήταν εκεί για να βάζει τάξη σε όλα αυτά και να την κάνει να αισθάνεται ασφάλεια.
Είχε βρει τον καινούριο του ρόλο και αγαπούσε το δρόμο που ανοιγόταν μπροστά του. Ανυπομονούσε για τη νέα του ζωή.
8.
Τα χρόνια περνούν και το στέμμα στέκει περήφανο σε χρυσή κορυφή. Μαλλιά, πότε κοντά, πότε μακριά, πότε ατίθασα και πότε μαλακά, πότε πιασμένα και πότε ελεύθερα.
Είδε τόσα πολλά πράγματα από αυτή τη θέση. Είδε χαμό και σαματά, φωνές και βλέμματα πικρά. Είδε πληγές βαθιές και δερμάτινες ζώνες τσουχτερές. Χέρια να απλώνονται και χέρια να αντιστέκονται, χέρια να δίνουν και να παίρνουν. Και τελικά δεν ξέρει αν του άξιζε η θέση αυτή από την οποία βλέπει την αλήθεια γυμνή, μακριά από του δάσους την θαλπωρή. Όμως η αγάπη του για το κορίτσι πάντα είναι εκεί και η λύπη του μεγαλώνει καθώς εκείνη τον λησμονεί. Στον εαυτό της έχει τόσο πια κλειστεί, σαν να έβαλε τον εαυτό της σε κελί και ποιος θα την βγάλει από κει; Το δάσος την περιμένει να επιστρέψει αλλά εκείνη δεν θυμάται πια το δρόμο. Τιμάει όλο και λιγότερο το στέμμα της και ξεχνάει που ανήκει πραγματικά.
Ένας πρώην σκαντζόχοιρος και ένα άγριο λουλούδι σαν αυτή ανήκουν στο δάσος. Ξεχνάει ότι μόνο εκεί θα βρει την ζεστασιά που αναζητεί, που ψάχνει απελπισμένα εδώ και εκεί, ξοδεύοντας τον εαυτό της και μένοντας φτωχή.
Ξέχασε ότι το δάσος είναι πάντα εκεί, με χέρια ανοιχτά περιμένοντας την επιστροφή της.
Έτσι τα χρόνια περνούν. Ο χρόνος τρέχει σαν τρελός μέσα σε ξύλινα ρολόγια και σκουριάζει τα γρανάζια τους, πότε πότε σταματάει να αντικρίσει τον εαυτό του στο χρυσό πλαίσιο των ρολογιών και καμιά φορά αν βαρεθεί διασκεδάζει, πειράζοντας τον κούκο που πετάγεται σαν τρελός από την τρομάρα του. Αλλά έτσι είναι ο Χρόνος, κανέναν δεν λυπάται.
9.
Πιάνει το μπαστουνάκι της και σηκώνεται αργά από το ξύλινο, διπλό κρεβάτι. Κοιτάζει το άδειο σπίτι με βλέμμα κενό και βλέπει ένα τοπίο νεκρό. Με βαριά και κουρασμένα βήματα, γυρνάει από το ένα δωμάτιο στο άλλο. Αισθάνεται ότι έχει να φάει μέρες σε αυτή την κουζίνα, δεν θυμάται πότε ήταν η τελευταία φορά που έκατσε σε αυτόν τον καναπέ. Δεν ξέρει τι κάνει αυτή η κιθάρα εκεί, στον τοίχο. Δεν έχει ιδέα που χρησιμεύουν αυτά τα πινέλα που στέκονται σαν λουλούδια μέσα στο λεκιασμένο βάζο.
Κοιτάζει το τηλέφωνο, το οποίο της φαίνεται νεκρό, δεν θυμάται πότε χτύπησε τελευταία φορά.
Ακουμπάει με το χέρι της τα βιβλία στο ράφι. Μα πόσα βιβλία είναι εκεί πάνω; Τα έχει διαβάσει άραγε; Δεν θυμάται. Ένα άλμπουμ πέφτει στα πόδια της και μια θάλασσα φωτογραφίες καλύπτει το ξύλινο πάτωμα. Μένει εκεί, κοιτώντας σαν χαμένη. Μα ποιοι είναι όλοι αυτοί; Τόσα πολλά πρόσωπα. Που είναι τώρα; Γιατί δεν μπορεί να αναγνωρίσει κανέναν; Τόσες ερωτήσεις στριφογυρίζουν μέσα στο μυαλό της. Αγχώνεται. Αποφασίζει να κάτσει στο πάτωμα και σιγά σιγά τα καταφέρνει.
Πιάνει με τρεμάμενα χέρια τις φωτογραφίες και τις κοιτάει. Σε μία από αυτές είναι μια κοπέλα που ζωγραφίζει μπροστά από ένα παράθυρο. Δεν ξέρει ποια είναι. Σε μία άλλη βλέπει ένα ζευγάρι να κοιτάει την θάλασσα. Δεν ξέρει ποιοι είναι. Βλέπει παιδάκια αγκαλιασμένα, πότε τρώνε παγωτό, πότε κάνουν αστείες φάτσες και πότε παίζουν σε ένα κήπο γεμάτο τριαντάφυλλα. Δεν ξέρει ποια είναι αυτά τα παιδιά. Έπειτα βλέπει άπειρες φωτογραφίες με τοπία, αγάλματα να ποζάρουν περήφανο στο κέντρο. Τι είναι όλα αυτά; Ποιος έχει τραβήξει αυτές τις φωτογραφίες;
Συνεχίζει να κοιτάει τις φωτογραφίες. Σύγχυση επικρατεί στο μυαλό της, οι σκέψεις της βουίζουν σαν άγριες μέλισσες. Καθώς κοιτάει με κενό βλέμμα τριγύρω, παρατηρεί μια φωτογραφία που έχει γλιστρήσει κάτω από τον καναπέ. Είναι διαφορετική από τις άλλες. Τεντώνεται, μέχρι που την φτάνει. Την πιάνει στα χέρια της και την παρατηρεί. Έχει κάτι μαγικό αυτή η φωτογραφία. Είναι δύο νέοι. Σαν σκηνή από γάμο της μοιάζει. Η κοπέλα μικρόσωμη, με μακριά μαλλιά πιασμένα σε κοτσίδα, στολισμένα με στεφάνι από λευκά τριαντάφυλλα. Δεν μπορεί να καταλάβει τα χρώματα καλά, καθώς η φωτογραφία είναι παλιά. Μα τι όμορφο φόρεμα που φοράει, αέρινο, μακρύ. ‘Σαν νύφη είναι’ σκέφτεται. Αλλά το πρόσωπο που της προκαλεί την μεγαλύτερη εντύπωση είναι ο άνδρας που κρατάει την κοπέλα. Έχει σκουρόχρωμα μαλλιά και στέκεται σαν βράχος. Είναι αδύνατος και όμως βγάζει ασφάλεια η όψη του, τα μάτια του αστράφτουν, σαν να κλαίει. Οι δύο νέοι στέκονται μπροστά από ένα πεύκο . Δεν φαίνονται πολλές λεπτομέρειες στην φωτογραφία. Φαίνεται η πλάτη της κοπέλας, η οποία κοιτάζει τον άνδρα και εκείνος έχει τυλίξει τα χέρια του στη μέση της. Είναι σαν να μιλούν ή να χορεύουν.
Δεν ξέρει γιατί της αρέσει τόσο πολύ η συγκεκριμένη φωτογραφία. Δεν μπορεί να καταλάβει γιατί νιώθει την καρδιά της να χτυπάει λίγο πιο γρήγορα. Κάτι γλυκό απλώνεται στο στήθος της, σαν να έπεσε λίγο μέλι σε στόμα πεινασμένου. Γιατί νιώθει έτσι; Δεν ξέρει ποιοι είναι αυτοί στη φωτογραφία. Δάκρυα τρέχουν από τα μάτια της, σαν ζεστή βροχή σε παγωμένο τζάμι.
Ξαναρωτάει τον εαυτό της γιατί νιώθει έτσι, αφού δεν ξέρει ποιοι είναι οι δύο νέοι.
Το μυαλό της είναι κενό. Σαν κάποιος να διέγραψε τα πάντα. Δεν ξέρει καν ποια είναι η ίδια. Τι τρομακτικό συναίσθημα. Αρχίζει να κλαίει με λυγμούς μέσα στο άδειο σπίτι. Νιώθει οργή να την πλημμυρίζει. Σηκώνεται και με χέρια που τρέμουν αρχίζει να πετάει πράγματα στο πάτωμα. Όλα σπάνε σε κομμάτια. Βάζα, κορνίζες, ράφια. Σκίζει τα βιβλία και τα πετάει και αυτά με όση δύναμη της έχει απομείνει. Τα δάκρυα της πέφτουν και αυτά με κρότο στο πάτωμα, μουσκεύουν τα ρούχα της, τα μαλλιά της, πλημμυρίζουν τον τόπο. Ξεκρεμάει τις κουρτίνες, παίρνει ένα βιβλίο και το πετάει στο παράθυρο, σπάει το τζάμι σε εκατομμύρια μικρά κομμάτια. Κόσμος έχει αρχίσει να μαζεύεται έξω από το σπίτι της και να κοιτάει μέσα με απορία. Όμως όλοι είναι πολλοί φοβισμένοι για να πλησιάσουν. Ξέρει ότι στα μάτια τους είναι η τρελή του χωριού και κατά βάθος την φοβούνται.
Προσπαθεί να ελέγξει το θυμό της και περιμένει μέχρι να φύγουν όλοι, μέχρι να γυρίσουν πάλι στις δουλειές τους. Αφού πέρασε κάμποση ώρα ο δρόμος έξω ερήμωσε ξανά.
Εκείνη έκατσε ανάμεσα στα σπασμένα αντικείμενα και έβλεπε το φως του χειμερινού ήλιου που έπαιζε πάνω στις κατεστραμμένες επιφάνειες. Οι ζωηρές ακτίνες του έπαιζαν κρυφτό και καθρεφτίζονταν μέσα στο γυαλί. Ο άνεμος έμπαινε ανενόχλητος από το σπασμένο παράθυρο και χόρευε με τις κουρτίνες, την σκόνη και τα πεταμένα ρούχα. Σφύριζε και όλοι χόρευαν στον ρυθμό του. Έφερνε μαζί του άρωμα από άγρια τριαντάφυλλα και βροχή. Μερικά μυρμήγκια πηγαινοέρχονταν και κρύβονταν κάτω από φωτογραφίες και κομμάτια ξύλου.
Εκείνη κοιτούσε τριγύρω μαγεμένη, σαν να έβλεπε τον παράδεισο. Τόση ομορφιά. Ένιωσε περήφανη που αυτή η σκηνή ήταν δημιούργημα της. Άρχισε να κλαίει ξανά, αλλά αυτή τη φορά από συγκίνηση. Κοίταξε τα γερασμένα χέρια της που είχαν ματώσει. Δάκρυα και αίμα απλώνονταν στο δωμάτιο, καθώς περιφερόταν. Σταγόνες αίματος έπεφταν βαριές πάνω στα γυαλιά, και οι ακτίνες του ήλιου τις αγκάλιαζαν δημιουργώντας το πιο ζεστό κόκκινο, φωτίζοντας όλο το δωμάτιο. Τα δάκρυα της διαμάντια, έπεφταν, αστράφτοντας στο πιο όμορφο γαλάζιο. Κόκκινο και γαλάζιο μαζί δημιουργούσαν το πιο λαμπερό μωβ. Ένα βαθύ μωβ, πένθιμο και γλυκό που ανακατευόταν με το άρωμα από τις τριανταφυλλιές που υπήρχαν στον κήπο. Όσο έβλεπε αυτή τη σκήνη, έκλαιγε όλο και περισσότερο.
Ένιωθε τόσο μόνη της. Έβλεπε τόση ομορφιά και δεν μπορούσε να την περιγράψει σε κανέναν. Δεν ήξερε και κανέναν. Ήταν όλοι τόσο απασχολημένοι. Δεν θυμάται πότε επικοινώνησε με άνθρωπο τελευταία φορά.
Τα δάκρυα της όλο και πιο πυκνά, όλο και πιο βαριά απειλούσαν να την πνίξουν. Η ομορφιά του δωματίου άρχισε να γίνεται τρομακτική. Νόμιζε ότι θα τρελαθεί. Χωρίς να το σκεφτεί πολύ και πάνω στην απόγνωση της το χέρι της πήγε στην κορυφή του κεφαλιού της και ψηλάφησε το αγκαθωτό στέμμα της. Ένιωσε μια ηρεμία ξαφνικά, μια ασφάλεια. Δεν θυμόταν τίποτα από την ζωή της και όμως το στέμμα ήταν εκεί πάντα. Μπορεί να μην το έβλεπε αλλά ήταν εκεί. Κάθε φορά που έκανε την κίνηση να ακουμπήσει τα μαλλιά της ήταν εκεί. Ο μόνος φάρος στη ζωή της και η μόνη απόδειξη ότι ακόμα ήταν ζωντανή, ότι δεν είχε τρελαθεί.
Με ταραγμένα βήματα βγήκε από το μικρό σπιτάκι και έκλεισε την πόρτα πίσω της. Σφράγισε για πάντα την μωβ ζωή της με μία κίνηση και έκλεισε την θλίψη και τον πόνο, το κλάμα και τις φωνές, τη βία και τις κραυγές μέσα σε αυτούς τους τοίχους. Το σφράγισε σαν το πιθάρι που περίμενε κάποιον περίεργο και γενναίο αρκετά, σαν την Πανδώρα, να το ανοίξει και να αφήσει όλες τις αναμνήσεις και τα τέρατα να ξεχυθούν.
10.
Το σούρουπο έπεφτε γλυκά, αγκαλιάζοντας το μικρό χωριό και εκείνη προχωρούσε αργά προς την έξοδο του οικισμού. Δεν ήξερε ακριβώς που πήγαινε αλλά εμπιστευόταν τα βήματα της. Όλοι κοιτούσαν αυτό το περίεργο πλάσμα και κανείς δεν μιλούσε. Ποτέ κανείς δεν της μίλησε, το γιατί κανείς δεν το ξέρει. Ίσως την φοβούνταν, ίσως την έβλεπαν ως ξένη. Οι γυναίκες ψιθύριζαν μαζεμένες, σαν τα φίδια σφύριζαν. Οι άνδρες καθισμένοι στα καφενεία παρέα με μπύρες και τσιγάρα. Όλοι τόσο κοντά της και ταυτόχρονα τόσο μακριά.
Δεν την ένοιαζαν τα βλέμματα τους που την κάρφωναν στην πλάτη. Έσερνε πίσω της ένα πέπλο από λουλούδια, μοναξιά και δάκρυα τόσο μακρύ που λογικό ήταν να τραβάει την προσοχή του κόσμου. Στο κεφάλι της αγκαθωτό στέμμα. Τα χέρια της ματωμένα.
Δεν άνηκε εκεί, το ένιωθε. Η ψυχή της κλωτσούσε μέσα στο στήθος της, σαν μωρό μέσα στη κοιλιά της μητέρας του. Ένιωσε ντροπή και κόκκινο χρώμα εμφανίστηκε στο χλωμό πρόσωπο της. Ήξερε πόσο περίεργη φαινόταν αλλά δεν είχε σημασία, γιατί δεν θα έμενε για πολύ σε αυτό το μέρος. Πλησίαζε στο τέλος.
11.
Τα πόδια της ήξεραν τον δρόμο παρόλο που εκείνη δεν θυμόταν τίποτα. Περπατούσε για ώρες, με μοναδική πυξίδα το ένστικτο της. Κάτι μέσα της ήξερε το δρόμο.
Ξαφνικός κρύος αέρας την χτύπησε στο πρόσωπο. Το καλωσόρισμα του δάσους ήταν τόσο απότομο που την ξάφνιασε. Την θυμόταν από τότε που ήταν μικρό κοριτσάκι και είχε τρέξει στο δάσος για να βρει καταφύγιο. Την περίμενε χρόνια να επιστρέψει και μόλις την είδε να πλησιάζει από μακριά, την άρπαξε για να μην του φύγει ποτέ ξανά. Περίμενε με υπομονή να γυρίσει μόνη της. Με τον δροσερό αέρα του την αγκάλιασε και την φίλησε γλυκά, ψιθυρίζοντας της γλυκά τραγούδια και λόγια που λένε οι ερωτευμένοι μεταξύ τους.
Εκείνη προχώρησε πιο βαθιά στο δάσος, νιώθοντας την ενέργεια που κυλούσε κάτω από τα πόδια της. Σαν να ζωντάνεψε η γη με την άφιξη της. Σαν η πλάση όλη να χάρηκε με την επιστροφή της. Άγγιζε με τα ματωμένα χέρια της τα λουλούδια και τους κορμούς των δέντρων και εκείνα μαλάκωναν στο άγγιγμα της. Παραμέριζε κλαδιά και φύλλα που έσκυβαν να την φιλήσουν, έπαιρνε τα λουλούδια και τους καρπούς που τις έδινε το δάσος ως δώρο για την επιστροφή της. Τα φύλλα χόρευαν γύρω της αγκαλιασμένα και οι δροσοσταλίδες της έπλεναν τα πόδια.
Περπατούσε μέχρι που κουράστηκε και αποφάσισε να καθίσει κάτω από ένα δέντρο.
12.
Είχε μεγαλώσει πια και τα πόδια της δεν την κρατούσαν. Το έδαφος την τραβούσε σαν μαγνήτης.
Καθισμένη κάτω από τη πυκνή σκιά του δέντρου, εισέπνεε βαθιά και έγειρε το κεφάλι της στον κορμό του. Άρχισε να σιγοτραγουδάει ένα νανούρισμα, το οποίο βγήκε αυθόρμητα από τα χείλη της με λεπτή, γλυκιά φωνή.
Οι νότες απλώθηκαν στο δάσος και θα νόμιζε κανείς ότι κάποια σειρήνα τραγουδά, έτοιμη να πνίξει όποιον πλησιάσει μαγεμένος από την βελούδινη φωνή της.
Τα άστρα είχαν αρχίσει να εμφανίζονται στον ουράνιο θόλο και λαμπερά ντυμένα, χόρευαν.
Εκείνη το ήξερε ότι πλησίαζε το τέλος. Όμως ένιωθε τόση γαλήνη μέσα της και δεν την ένοιαζε το χάος του κόσμου πια. Η ψυχή της, σαν βόμβα, έτοιμη να εκραγεί, έτοιμη να δραπετεύσει, έτοιμη για την πτήση που περίμενε τόσα και τόσα χρόνια.
Τικ τακ, τικ τακ, τικ τακ ο χρόνος τραγουδούσε με ρυθμό.
Καθώς απομακρυνόμαστε από το δάσος και το κοιτάμε από πιο μακριά, από μια άλλη γωνιά, βλέπουμε εκείνη, ένα πλάσμα με γυναικεία μορφή να είναι ξαπλωμένη στις ρίζες ενός δέντρου και να σιγοτραγουδά. Το μουρμουρητό σβήνει σιγά σιγά και μάτια φλογερά σαν ήλιοι δύουν σε βαθιά νερά. Από μακριά βλέπουμε ασημένια μαλλιά να λάμπουν κάτω από το φως του φεγγαριού και να έρχονται σε αντίθεση με το σκοτεινό δάσος. Ταλαίπωρα χέρια μένουν ακίνητα και μπλεγμένα μεταξύ τους, πόδια ριζώνουν στο χώμα. Μια τελευταία αναπνοή παγώνει στον αέρα. Όλα σιγά σιγά σβήνουν και είναι έτοιμα για μια έκρηξη που τα κομμάτια της θα απλωθούν σε όλο το δάσος και από αυτά τα κομμάτια θα γεννηθεί ζωή ξανά.