Πορτοκαλόφλουδες στη σόμπα επάνω.
Ξεραίνονται και μοσχοβολά το σπίτι.
Η μητέρα ζυμώνει τα μελομακάρονα που θα ψήσει σε λίγο.
Το δέντρο έτοιμο γεμάτο στολίδια και πολύχρωμα λαμπιόνια που αναβοσβήνουν με μια χριστουγεννιάτικη μελωδία να τα συνοδεύει.
Έτοιμα τα μελομακάρονα, μπισκοτάκια που μοσχομυρίζουν.
Μη μην τα τρως, να τα σιροπιάσω πρώτα φώναζε
Μόλις ταχτοποιούταν στην γυάλινη πιατέλα, έτοιμα σιροπιασμένα τα έραινε με καρύδια που είχε σπάσει στο γουδί με το γουδοχέρι, μου άρεσε και μένα να το κάνω τότε.
Τις επόμενες μέρες απλά όποιος πέρναγε από δίπλα τσίμπαγε και ένα ή και 2 έτσι γιατί δεν μπορούσες να αντισταθείς
Αργότερα που χώρισαν οι γονείς τα έφτιαχνε ο πατέρας για να μην μας λείψει η χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα.
Είχαν τέτοια επιτυχία τα μελομακάρονα του πατέρα που γινόταν ανάρπαστα.
Ήταν μικρά μπουκίτσες και τα κατέβαζες τακ τακ
Όπου και να ήθελες να πας μέσα στο σπίτι δύσκολα δεν λοξοδρομούσες για να μην περάσεις από την τραπεζαρία όπου ήταν η γυάλινη πιατέλα που ήταν γεμάτη με τα σιροπιασμένα και με καρύδια πασπαλισμένα μελομακάρονα.
Όσο κατέβαινε το βουνό, τα μελομακάρονα γινόταν όλο και πιο αφράτα και με περισσότερο σιρόπι
Πολλές φορές η δόση ήταν διπλή γιατί η πρώτη δόση απλά δεν έφτανε.

|Πορτοκαλόφλουδες πάνω στη σόμπα| του Ευάγγελου Φουντούκου
Μέσος Χρόνος Ανάγνωσης: < 1 λεπτό