Στο βάθος του τούνελ ακούγονται ακόμα οι ψίθυροι των ονείρων,
που σαν φαντάσματα τρυπώνουν στη κάθε γωνιά του μυαλού μου.
Οι σκέψεις γλιστρούν όπως τα τρένα στις ράγες,
μεταφέροντας τη σιωπή και τα ανείπωτα λόγια.
Σε κάθε σταθμό, αναζητώ το πρόσωπό σου ανάμεσα στα πλήθη,
τα βιαστικά βήματα και τις κενές ματιές των αγνώστων.
Ποτέ δεν σε βρήκα, μα είσαι εκεί: η σιωπή σου είναι πιο δυνατή
και όπου κι αν παω σαν μια σκιά με ακολουθεί.
Κάποτε έβλεπα φως στην άκρη της σήραγγας,
μα τώρα πια το φως εκείνο μοιάζει μακρινό και απόκοσμο,
σαν μια υπόσχεση που έμεινε στα λόγια,
σαν την ελπίδα μου που χάθηκε στην πορεία.
Όταν νυχτώνει επιστρέφω σε μια μοναξιά σκληρή, πιο σκληρή από την ελπίδα.
Και κάθε που η πόλη πέφτει να κοιμηθεί, εγώ παραμένω άγρυπνος,
φυλακισμένος στο κενό που επέτρεψε η απουσία σου.