Πού να πηγαίνει μια ψυχή σαν ξαφνικά πεθαίνεις
σε ποιον απύθμενο βυθό ποιας πολιτείας ξένης
ν’ αποτραβιέται και να ζει• σε ποιον αγνώστου τόπο
όπως περνά στα πράγματα κι όπως δε βάνει κόπο
σε ποια στιγμή να προτιμά να πει το μήνυμά της;
Όταν φυσάει ο άνεμος, μοιάζουν τα δάχτυλά της
σπαραχτικά να δίνουνε φιλιά πάνω στα φύλλα
και τα φιλιά να γίνονται πλάτης ανατριχίλα•
ενώ μες στις συχνότητες ο ίδιος πάντα ήχος
σα να ‘ναι απ’ το Μονόγραμμα ο επιμένων στίχος
που φανερώνει μήνυμα εν μέσω των συννέφων
σα να κοιτάζει από ψηλά ο Μέγας Αποστρέφων.
Πού να πηγαίνει μια ψυχή, η σάρκα όταν δύσει
όπως μια φύση πιο βαθιά στην ίδια της τη φύση
μες στης στιγμής τη σαϊτιά, κάθετη στην ανέμη
να βρει τον τρόπο για να πει σε όποιον υποτρέμει:
«Πάντα η φύση θα νικά την κάθε Κοινωνία
καθώς ορίστηκε στη γη με τάξη κι Αρμονία»•
και τούτο έγινε, σαφώς, με μιαν Αναγκαιότη
να υποτάξει το θνητό σε μια στιγμή, παρότι
θα είν’ υπεύθυνη αυτή της συντριβής των όλων
-παλιών ανθρώπων, πλανητών, άνω και κάτω πόλων
σαν αμετάκλητα θαρρείς εδώ σιμά και τώρα
όπως σε ώρα θάλασσας ναύτης μπροστά στην πρώρα
που στέκει δίπλα σιωπηλός και δε βαστά δεσμώτη•
και δεν τον μέλουν γηρατειά και δεν τον μέλει νιότη
όταν θα διώξει την ψυχή και σαν η ανάσα σβήσει,
πες ποια ψυχή την άλληνε στο τέλος θα γνωρίσει;