Σκαλοπατάκια ψεύτικα. Σκαλοπατάκια, σκαλοπατάκια, σκαλοπατάκια. Οφθαλμαπάτη!
Το ξύλινο παρκέ φωτίζεται απ’ τον άσπρο ήλιο, που μπαίνει αδίσταχτα απ’ το παράθυρο του
βορρά και φαίνεται τρισδιάστατο. Σκαλοπατάκια, σκαλοπατάκια, σκαλοπατάκια. Ζαλίζει.
Μπαουλοντίβανο φέρετρο, με σκληρό το στρώμα, γεμάτο βυθισμένα κουμπιά μέσα
του, για να κρατούν την τριχωτή μόνωση που μυρίζει ναφθαλίνη.
Δυο πολυθρόνες μασίφ και στενές, θύματα του βάρους που ξεκουράζει πάνω τις
λάθος επιλογές του. Το βάρος που καταπίνεται στα βελούδινα μαξιλάρια, τα βουλιάζει και
στραβώνει τα μασίφ πόδια προς τα έξω.
Ημίφως. Ο ήλιος δε φτάνει μέχρι μέσα. Κόβεται στο στενό παρόν. Χσσσσστ!
Πιο κει η μεσοτοιχία των άλλων, βαμμένη θαλασσιά και τέλος!
Το μισοτελειωμένο κέντημα αφημένο στα γόνατα, για το διάλειμμα της σκέψης. Η
βελόνα καρφωμένη πάνω. Η κόκκινη κλωστή με τις σταγόνες των πόνων πάνω της, κρέμεται,
χαϊδεύοντας τρυφερά την καφέ φλοκάτη. Οι σταγόνες, φέροντας πάνω τους λίγο απ’ το φως
του ήλιου, γλιστρούν αργά βρέχοντας μνήμες το μάλλινο στρωσίδι.
Αυτή! Έχει σταματήσει να κεντά και κλαίει. Να, λίγο, κάτω απ’ τα γυαλιά που
συγκρατούν τις αρμυρές σταγόνες στα κυρτά τους κόκαλα. Λυγίζει πάνω στα 45 χρόνια της,
που πάτησαν τη φτώχια σ’ ένα βράδυ, για να την κάνουν ακόμα πιο φτωχή. Το ακούνητο
μαλλί του συνοικεσίου σκιάζει το κεντημένο τριαντάφυλλο, που αργεί κάτω από τη θολή
όραση των δακρύων.
Το στήθος, μυτερό πίσω απ’ το σκληρό σουτιέν της εποχής, πάει να σκάσει μέσα στην
ταραχή της χαμένης ελπίδας. Κι η στεναχώρια πλάι, της χαϊδεύει την πλάτη. Καφέ καλσόν στο
χρώμα του δέρματος και οι βελούδινες παντόφλες ζεστές φωλιές για τις παγωμένες σκέψεις
που πέφτουν στο πάτωμα. Το κέντημα στα γόνατα, ζεστός υμένας της παρθενιάς που κόπηκε
πρέποντας, κι η δαχτυλήθρα στο δάχτυλο της βέρας που δε θα βγει ποτέ…
Δάκρυ στη βελόνα και συνεχίζει. Η κόκκινη κλωστή κρέμεται…
Μπαίνει περπατώντας πάνω στη γραμμή του ήλιου εκείνος, το αποφάι στο στόμα
μηρυκάζοντας. Με το ρέψιμο στο λαιμό και το βλέμμα στο σκοτάδι του παρελθόντος θεάτρου.
Βαρύς πάνω στις αγύμναστες πατούσες με τα απεριποίητα νύχια στις άκρες της αρθρίτιδας.
Βαρύς! Να σκάσει στην πολυθρόνα την άλλη. Την αριστερή. Να την πονέσει και να τρίξει.
Μπροστά η τηλεόραση κι ένα χέρι κομμένο ν’ αλλάζει τα κανάλια πήγαιν’ έλα, πήγαιν’ έλα…
- Αυτή: Έφαγες;
- Εκείνος: Ναι.
- Α: Θες φρούτο;
- Ε: Ναι.
- Α: Τι έχει σήμερα;
- Ε: …
- Α: Αηδίες.
- Ε: Έχει ελληνική ταινία σε λίγο.
- Α: Ναι, αηδίες. Όλο τα ίδια και τα ίδια. Τις έχουμε δει 500 φορές. Αυτή η
τηλεόραση τίποτα δεν έχει. Δε μιλάς… - Α: Ωχ μωρέ! Γκρίνια! Άι κέντα εκεί πέρα. Τι κεντάς;
- Ε: Μαξιλάρι.
- Α: Πάλι;
- Ε: Ναι, με λουλούδια.
- Α: Με λουλούδια;
- Α: Ναι.
- Ε: Για ποιον;
- Α: Για μας.
ΠΑΥΣΗ - Ε: Τα παιδιά;
- Α: Εδώ είναι, δε τα βλέπεις;
- Ε: Όχι. Εσύ;
- Α: Όχι.
- Ε: Πότε τα είδες για τελευταία φορά;
- Α: Μια φορά, δε θυμάμαι. Τελευταία…
- Ε: Α, ούτε κι εγώ θυμάμαι.
- Α: Τι ευτυχία!
- Ε: Ναι. Ευτυχία!
ΠΑΥΣΗ - Α: Χαμήλωσε την τηλεόραση.
- Ε: Γιατί;
- Α: Τα παιδιά κοιμούνται.
- Ε: Ναι, το ξέρω.
- Α: Το ξέρω πως το ξέρεις.
- Ε: Κοιμήθηκαν νωρίς;
- Α: Ναι. Πριν από μας.
- Ε: Πριν.
- Α: Θα πας να τα δεις;
- Ε: Τα είδα μια φορά…
- Α: Πότε; Τώρα τελευταία;
- Ε: Τότε, μια φορά. Δεν ξέρω!
ΠΑΥΣΗ - Ε: Λοιπόν;
- Α: Κοιμούνται. Όχι πολύ όμως.
- Ε: Πάλι καλά.
- Α: Ναι. Υπάρχει ελπίδα.
- Ε: Τι κεντάς;
- Α: Να τίποτα. Κάτι μαξιλάρια.
- Ε: Θα τους βάλεις ναφθαλίνη μετά;
- Α: Ναι, θα βάλω.
- Ε: Μπράβο! Να μείνουν φρέσκα.
- Α: Ναι! Και καινούργια. Για προίκα των παιδιών.
- Ε: Για την προίκα των παιδιών, ναι.
- Α: Τριαντάφυλλα κεντημένα.
- Ε: Κατακόκκινα…
- Α: Μαξιλάρια για την προίκα τους.
- Ε: Πάντα χρειάζονται για να πέφτεις…
ΠΑΥΣΗ - Α: Πού πας;
- Ε: Φεύγω.
- Α: Πού πας;
- Ε: Μέσα.
- Α: Το χέρι θα το πάρεις;
- Ε: Όχι κράτα το για ν’ αλλάζεις τα κανάλια.
- Α: Εντάξει, θα το κρατήσω. Ένα χέρι παραπάνω κάτι θα χρειαστεί…
- Ε: Ξέρεις εσύ. Κράτα το!
Και κέντησε με τρία χέρια! Και να τα λιβάδια, τα βουνά κι οι καταρράχτες. Τα πουλιά
και τα φεγγάρια. Ζήλεψαν οι κορνίζες της ζωής.
Και οι ζωές να περνούν μέσα απ’ τα δάκρυα, να φιλούν τα μάτια κι ύστερα να
ακροβατούν στην κόκκινη κλωστή της βελόνας.
Κοιμήθηκε εκεί. Για λίγο… Κι ένα χέρι χάιδευε την παγωμένη πλάτη, κάτω από την
εσάρπα των λυγμών.
Τα παιδιά βγήκαν απ’ το ντιβάνι μοσχομυρίζοντας ναφθαλίνη. Και είδαν το βορινό
ήλιο να κουρνιάζει στο κέντημα της προίκας που θα στόλιζε τα νεκροκρέβατα του δικού τους
τίποτα.