Ήθελα πολύ να μπορέσω να σου γράψω ένα ποίημα, που θα μιλάει για εκείνη την άνοιξη που δεν ήρθε. Για τις Κορινθιακές μαργαρίτες που μαράθηκαν, για το γιασεμί που ξεράθηκε, για τον βασιλικό που έπεσε από το μπαλκόνι και χάθηκε. Για το σποράκι που φυτέψαμε και δεν κάρπισε. Για τα πουλιά που δεν τραγούδησαν το ξύπνημα της φύσης.
Για το καλοκαίρι εκείνο που χάθηκαν όλα, για την πολύ ζέστη που δεν άγγιξε την εντός μου ψύχρα. Για το φθινόπωρο που ακολούθησε, που μαζί με τα φέρετρα που μπήκαν στο χώμα, έθαψα και τις ελπίδες μου για τη ζωή που μου άξιζε. Κατά συνέπεια, όλα έγιναν από όπως έπρεπε αλλιώς. Επίτηδες όλα.
Θα ‘θελα πολύ να χες ζήσει μαζί μου τα χρόνια που ήρθαν. Τα έζησα όμως χωρίς εσένα, μόνος. Και με τιμώρησα με σκληρό ροκ αφού δεν είχα δίπλα μου εσένα – επειδή από εσένα ξεκίνησαν όλα. Έπρεπε εσύ να ήσουν εκεί στις στιγμές της δικής μου χαράς και της λύπης, να μοιραζόμαστε σαν μονάδα που δεν δύναται να διαιρεθεί τόσο τις μικρές όσο και τις μεγάλες στιγμές. Τα έζησα όμως χωρίς εσένα, σ’ έναν κόσμο που έμοιαζε άδειος χωρίς την δική σου παρουσία.
Και ποτέ δεν τσούγκρισαν δύο ποτήρια κόκκινο κρασί μπροστά από κάποιο τζάκι. Κι αφού δεν είχα εσένα, έκανα ό,τι καταλάβαινα, χωρίς στ’ αλήθεια να καταλαβαίνω τι κάνω. Χωρίς να καταλαβαίνω γιατί έπρεπε χωρίς εσένα να ζήσω. Και χωρίς ποτέ να υπερκεράσω το προσωπικό μου αδιέξοδο, οι άλλοι έμειναν πάντα άλλοι, ποτέ δεν έγιναν δικοί. Μόνο εσύ δική μου. Ήσουν. Και η ψυχή δεν φάρδυνε, ούτε μάκρυνε. Έμεινε στενή και περιορισμένη, καταδικασμένη στα ισόβια δεσμά της απουσίας σου.
Κι εκείνος κι εκείνη δεν έγιναν ποτέ εμείς. Και ο ενικός δεν μίλησε ποτέ στον πληθυντικό. Η τότε φυγή σου, μέχρι και σήμερα, εκείνη οδηγεί τις επιλογές. Η γνώση της απουσίας σου μετατράπηκε στον πυρήνα της σιγουριάς της ύπαρξής μου, διαμορφώνοντας ακατάλληλα το ο,τι.