Μόλις άρχισα να ζω.
Την ημέρα που αντίκρυσα τη θέρμη των χεριών σου πήρα αναπνοές.
Άκομψες και κοφτές στα πρώτα φτερουγίσματα τους.
Μόλις άρχιζα να ζω, μη ξεχνάς.
Κανείς δεν άγγιξε ως τότε την ταλαίπωρη και σκοτεινή καμάρα της ψυχής μου.
Διάβαζα στους δρόμους και τις διαβάσεις των ανθρώπων για τα αγγίγματα που χάριζαν ζωές κανονικές, όχι γεμάτες παραισθήσεις.
Άρχισα να ζω εκείνο το κλάσμα του δευτερολέπτου που τα κύτταρα των χειλιών σου σε αντάλλαξαν μ’ εμένα.
Πήρα βαθιές αναπνοές, ζωοδόχες.
Πηγές ζωής σου έλεγα κάθε φορά που με κοιτούσες με χαμόγελο στα μάτια.
Δώσε μου τις πηγές ζωής μου.
Αργοπεθαίνω όταν μου τις κλέβεις.
Και με λυπήθηκες.
Με σκότωσες ακαριαία.
Το άγγιγμα σου, η ουσία της ζωής μου, το μάθημα που λάτρεψα όσο κανείς.
Με απογύμνωσε μπροστά σου.
Σιχάθηκα τις αναπνοές.
Με παραγέμισες με πνοές θανάτου.
Πέθανα μοναχή και ντροπιασμένη.
Τα κατάφερα. Γέμισα με πληγές ζωής.