Τα κουμπιά χτύπαγαν
πάνω στην επίπεδη οθόνη.
Για ώρες το μόνο που ακουγόταν
ήταν τα συνεχόμενα “κλικ κλικ” και “ταπ ταπ”
από τη μεριά που καθόμουν.
Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν κατάλαβα
πώς γίνεται να αντικαταστήσεις
το ανθρώπινο άγγιγμα
με μερικούς αλγόριθμους,
αλλά όπως και να ’χει
εκείνη τη στιγμή
ήταν γεγονός ότι δύο πληροφορίες
ταξίδευαν σε έναν τεράστιο ιστό
που κύκλωνε τα δύο σώματα
σαν ραδιοκύματα.
Συνεχείς βομβαρδισμοί από emojis
και αντιδράσεις
έσκαγαν στους κρόκους
των ματιών σαν γυάλινα φιαλίδια κυανίου.
Τα καλημέρα και τα καληνύχτα
γίναν οι μικρές ανάπαυλες
ενός καυστικού αστείου
ενώ τα δίλεπτα ηχητικά
αντικαθιστούσαν την άνοια.
Τι ωραία θα ήταν αν σε άγγιζα
με τη άκρη της γλώσσας μου;
Σκέφτηκα.
Δεν στο έγραψα, όμως, ποτέ.
Περίμενα το τελευταίο σου μήνυμα.
Και αυτό ήρθε όταν πλέον
όλα τα συναισθήματα
είχαν μεταγραφεί σε μια διαγραμμένη
συνομιλία που αντικατέστησε
τις παλλόμενες γλώσσες
πάνω στην άκρη του τζαμιού,
όπως εκείνη την κρύα νύχτα του Ιανουαρίου
όταν ήμασταν ακόμη παιδιά
και δεν νιώθαμε το κρύο
που τέντωνε τις τρίχες των χεριών μας.
Ας είναι,
ένα αίτημα φιλίας δρόμος.