Το απογευματινό τους πρόγραμμα ήταν κάθε μέρα το ίδιο –γνωστό πια και στους άλλους θαμώνες της παραλίας. Ακριβώς στις 7, οι τρεις τους κατέβαιναν τα πέτρινα σκαλιά, το μέγεθος των οποίων ευτυχώς ήταν τέτοιο, ώστε σε κάθε σκαλί χωρούσε όλη η παρέα, σε κλασική παράταξη: στη μέση ο μικρός Ορέστης, ένα καστανό «φουντουκάκι» γύρω στα 5, στη μία άκρη ο ασπρομάλλης συνονόματός του και στην άλλη μεριά η 9χρονη Ιωάννα, που πλέον είχε αναλάβει για τα καλά τον ρόλο τής μεγάλης αδερφής.
Από τις ψάθινες ομπρέλες που απλώνονταν σε τρεις σειρές, η πρώτη δεξιά ήταν σταθερά εκείνη που τους περίμενε. Τις ελάχιστες φορές που την είχαν βρει κατειλημμένη από άλλη συντροφιά, επρόκειτο προφανώς για περαστικούς που δεν είχαν ιδέα για το ισχύον ιδιοκτησιακό καθεστώς: η συγκεκριμένη ομπρέλα «ανήκε» στον κυρ-Ορέστη και τα εγγόνια του.
«Κοίτα, παππού, πάλι εδώ είναι η “Κάρμεν”!», είπε με φανερό ενθουσιασμό η Ιωάννα, γουρλώνοντας τα μεγάλα, πράσινα μάτια της τόσο, που τώρα έμοιαζαν να χωρούν μέσα τους το ξύλινο ιστιοφόρο, τα γκριζογάλανα νερά και τα πυκνά δέντρα τού γραφικού κολπίσκου μαζί. Το καλογυαλισμένο πλεούμενο, αγκυροβολημένο σε σεβαστό βάθος, έγινε σημείο έλξης από την πρώτη μέρα εμφάνισής του. Δεκάδες νεαρά αγόρια και κορίτσια, έχοντας προηγουμένως πάρει την άδεια από τον ιδιοκτήτη –έναν γκριζομάλλη, ηλιοκαμένο κύριο, γύρω στα 60, ο οποίος, σύμφωνα πάντα με τις πληροφορίες που είχαν αντλήσει οι πιτσιρικάδες, ερχόταν από την Ιταλία και αρεσκόταν να ξεκαλοκαιριάζει σε διαφορετικό ελληνικό νησί κάθε χρόνο– προσέγγιζαν το σκάφος, ανέβαιναν τη μικρή μεταλλική σκάλα του και από εκεί επιδίδονταν σε αμέτρητες βουτιές, γεμίζοντας το ήρεμο τοπίο με φασαριόζικη ζωηράδα.
Ο γηραιός Ορέστης είχε εξαρχής εντοπίσει τη λαχτάρα της εγγονής του. Από την πρώτη στιγμή που είχε δει μία παρέα εφήβων να κολυμπούν μέχρι την «Κάρμεν», δεν είχε ησυχία… Ήθελε, μα δίσταζε. Το ονειρευόταν, το πίστευε, μα και φοβόταν. Ήταν, βλέπεις, και τα λόγια τής πάντα λογικής γιαγιάς: «Μην απομακρύνεσαι από το πλευρό του παππού σου, τζιέρι μου. Ξέρω ότι σε έμαθε και κολυμπάς καλά, αλλά παιχνίδια με τη θάλασσα… μόνο στα ρηχά. Μην πάρεις αέρα και ξανοιχτείς, μου το υπόσχεσαι;». Και η Ιωάννα το είχε υποσχεθεί.
«Το βασικό είναι, όποτε χρειάζεσαι ανάσα, να γυρίζεις ανάσκελα και να ξεκουράζεσαι για λίγο, να παίρνεις τον χρόνο σου. Κι αυτό ισχύει για μέσα και για έξω από τη θάλασσα», είπε ξαφνικά και με σταθερή φωνή ο παππούς εκείνο το απόγευμα, κοιτάζοντας προς το ιστιοφόρο. Αμέσως μετά, έχοντας ένα γλυκό χαμόγελο σχηματισμένο κάτω από το λευκό μουστάκι του, στράφηκε προς την Ιωάννα, που τον κοιτούσε με απορία, αλλά και μια –γνώριμη για εκείνον– σπίθα στα μάτια. «Κάντο! Θα είναι το μυστικό μας», συνέχισε ο ηλικιωμένος άνδρας, κλείνοντάς της το μάτι, προτού η μικρή αρθρώσει οποιαδήποτε λέξη. Ή δισταγμό. «Άντε, ξεκίνα! Θα παίζω με τον Ορεστάκο, με τα κοχύλια που μαζέψαμε, αλλά είμαι δίπλα σου, το ξέρεις».
Τέσσερα λεπτά και έντεκα δευτερόλεπτα αργότερα, μία εννιάχρονη, ελαφρώς λαχανιασμένη κολυμβήτρια κρατούσε γερά στο χέρι της την αλουμινένια σκάλα ενός σκάφους και στη μνήμη της μία σημαντική στιγμή αυτοπεποίθησης, μία πρώτη νίκη. Από αυτές που ισχύουν «για μέσα και για έξω από τη θάλασσα».